Title: Ομήρου Οδύσσεια Τόμος Γ
Author: Homer
Translator: Iakovos Polylas
Release date: December 6, 2009 [eBook #30615]
Most recently updated: March 14, 2012
Language: Greek
Credits: Produced by Sophia Canoni, book provided by Iason Konstantinidis
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.
A few corrections on typing mistakes have been included within brackets.
Σημείωση: Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Μερικές
τυπογραφικές διορθώσεις σημειώνονται με [].
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
Αυτά 'πε και όλοι εσώπαιναν μες το ισκιωμένο δώμα | |
όπως τους εκυρίευσε του λόγου του η μαγεία· | |
τότε 'ς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος και του 'πε· | |
«Αφού 'λθες 'ς το χαλκόστρωτο παλάτι μου, Οδυσσέα, | |
θαρρώ 'που δεν θα πλανηθής οπίσω εις το ταξείδι, | 5 |
και, ως τώρ' αν και πολλά 'παθες, θα φθάσης 'ς την πατρίδα. | |
τώρα εις καθέναν από σας, ιδού τι παραγγέλλω, | |
'ς το δώμα μ' όσοι ολοκαιρίς το εξαίρετο κρασί μου | |
το σπιθοβόλο πίνετε, και τον αοιδόν ακούτε. | |
έχει μες το καλόξυστο κιβώτιον ήδη ο ξένος | 10 |
τα ενδύματα, το τεχνικό χρυσάφι και όλα τ' άλλα | |
χαρίσματ', όσα εδώ 'φεραν οι πρώτοι των Φαιάκων. | |
κ' ελάτε, μέγαν τρίποδα και λέβητ' ας του δώση | |
καθείς μας· τα συνάζουμε μετέπειτ' απ' τον δήμο· | |
τ' είναι βαρύ με βλάβη σου μόνος να κάμνης δώρο». | 15 |
. | |
Αυτά 'π' ο Αλκίνοος και αρεστός 'ς όλους εφάνη ο λόγος. | |
τότε εις το σπίτι του καθείς επήγε να πλαγιάση. | |
εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, | |
και το γενναίο χάλκωμα μες το καράβι εφέραν· | |
και ο σεβαστός Αλκίνοος κατέβη και με τάξι | 20 |
τα 'θεσε κάτω απ' τα ζυγά, μη κάποιος των συντρόφων | |
εμπόδιο τα 'χη, όταν με ορμή θε να κουπηλατήσουν· | |
κ' εκείνοι επήγαν να χαρούν το γεύμα 'ς τ' Αλκινόου· | |
και αυτός βώδι τους έσφαξε, θυσίαν του Κρονίδη, | |
του μαυρονέφελου Διός, όπ' όλων βασιλεύει. | 25 |
και αφού καήκαν τα μεριά, 'ς το θαυμαστό τραπέζι | |
ευφραίνονταν και ανάμεσα έψαλν' αοιδός ο θείος, | |
λαοτίμητος Δημόδοκος· ωστόσ' ο Οδυσσέας | |
'ς τον ήλιο, 'πώλαμπ', έστρεφε συχνά την κεφαλήν του, | |
πότε να δύση, απ' τον καϋμό να φθάσ' εις την πατρίδα· | 30 |
και ως είναι ο δείπνος ποθητός 'ς αυτόν 'πώχει ολημέρα | |
δυο βώδια μαύρα οπού τραβούν τρανό 'ς το νειάμ' αλέτρι· | |
με χαρά βλέπει αυτός του ηλιού την λάμψιν οπού σβυέται, | |
και ως για τον δείπνο ξεκινά τα γόνατα τού τρέμουν· | |
παρόμοια χάρηκ' ο Οδυσσηάς ο ήλιος άμ' εσβύσθη· | 35 |
και των Φαιάκων είπ' ευθύς κ' εξόχως του Αλκινόου· | |
«Μεγάλε Αλκίνοε, 'ς τους λαούς λαμπρέ και αγαπημένε, | |
τώρ' άμα κάμετε σπονδαίς, εμένα εις την πατρίδα | |
άβλαπτον αποστείλετε και χαίρετε και ατοί σας. | |
ότ' ήδη ετελειωθήκαν όσά 'θελε η ψυχή μου, | 40 |
προβόδισμα και αγαπητά δώρα, να τα ευλογήσουν | |
οι ουρανοκάτοικοι θεοί, και ναύ'ρω εις την πατρίδα | |
την άψεγη γυναίκα μου, και όλους τους ποθητούς μου· | |
και σεις, οπού δω μένετε, χαρά των γυναικών σας | |
να ήσθε και των τέκνων σας, κ' οι αθάνατοι ας σας δώσουν | 45 |
κάθε καλό και συμφορά κοινή να μη σας εύρη». | |
. | |
Αυτά 'πε και όλοι εδέχθηκαν τον λόγον του και είπαν | |
ο ξένος να προβοδηθή, ότ' είχε ορθά μιλήσει· | |
και ο Αλκίνοος προς τον κήρυκα· «Ποντόνοε, συγκέρνα | |
εις τον κρατήρα το κρασί και μέρασέ το εις όλους, | 50 |
όπως, αφού κάμουμ' ευχαίς προς τον πατέρα Δία, | |
τον ξένον προβοδήσουμε 'ς την γη την πατρική του». | |
. | |
Είπε και το γλυκύτατο κρασί συγκέρνα εκείνος, | |
και εις όλους γύρω εμέρασε· κ' εκείθ' όπου καθίζαν | |
των μακαρίων των θεών εσπόνδισαν εκείνοι· | 55 |
μόνος τότ' εσηκώθηκεν ο θείος Οδυσσέας | |
και δίκουπον επρόσφερε ποτήρι της Αρήτης, | |
κ' εκείνην επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | |
«Χαίρε μου, ω βασίλισσα, ολοζωής, ως νά 'λθη | |
το γήρας και ο θάνατος, οπ' όλους περιμένουν· | 60 |
αναχωρώ τώρα και συ 'ς το σπίτι τούτο χαίρου | |
τα τέκνα, τον λαόν και τον Αλκίνοον βασιλέα». | |
. | |
Και το κατώφλι διάβηκεν ο θείος Οδυσσέας· | |
του 'στειλ' ο Αλκίνοος οδηγόν τον κήρυκα έμπροσθέν του, | |
προς το καράβι το γοργό 'ς την άκρα της θαλάσσης· | 65 |
άλλαις τρεις δούλαις σύγχρονα του προβοδούσ' η Αρήτη· | |
το φόρεμα το καθαρόν η μια και τον χιτώνα, | |
η άλλη το καλόφθειαστο κιβώτιον εβαστούσε, | |
και το κρασί το κόκκινο με ταις τροφαίς η τρίτη· | |
και άμα το πλοίον έφθασε 'ς την άκρα της θαλάσσης, | 70 |
οι ξακουσμένοι προβοδοί μες το βαθύ καράβι | |
τα φαγητά και το πιοτόν επήραν κ' εφυλάξαν· | |
και του Οδυσσέα τάπητα έστρωσαν και σινδόνι | |
'ς του πλοίου το κατάστρωμα, για να γλυκοκοιμάται, | |
'ς την πρύμη· τότ' ανέβηκε κ' επλάγιασεν εκείνος | 75 |
ήσυχα· και αυτοί 'κάθισαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις, | |
και από τον λίθον έλυσαν τον τρύπιον τα σχοινία· | |
κ' ενώ το σώμα γέρνοντας την άρμη αυτοί σκορπούσαν, | |
ύπνος κατέβαινε βαρύς εις τα ματόφυλλά του, | |
βαθύς πολύ, γλυκός πολύ, παρόμοιος του θανάτου· | 80 |
και όπως τετράσειρ' άλογα βαρβάτα και ανδρειωμένα, | |
καθώς τα πλήχτ' η μάστιγα, χύνονται ομού 'ς το σιάδι, | |
και ανάερα σηκόνονται και πολύν δρόμον σχίζουν, | |
του καραβιού σηκόνονταν και η πρύμη, και το κύμα | |
οπίσω μαύρο εμάνιζε της φλοισβερής θαλάσσης. | 85 |
κ' έτρεχε κείνο ανέμποδα 'π' ουδέ το κιρκινέλι, | |
το πλειά γοργόπτερο πουλί, δεν ήθελε το φθάσει· | |
με τόσην ορμήν έσχιζε το κύμα της θαλάσσης, | |
κ' έφερνεν άνδρα 'π' ώμοιαζε 'ς τον νου των αθανάτων, | |
'που αφού παθήματ' άπειρα αισθάνθηκ' η ψυχή του, | 90 |
πολλά 'ς ταις μάχαις των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη, | |
τότε εκοιμώνταν ήσυχος και όσά 'παθ' ελησμόνει. | |
. | |
Ως βγήκε τ' άστρ' ολόλαμπρο, 'πώρχετ' εκείνο πρώτο | |
το φως της ορθρογέννητης Ηώς να προμηνύση, | |
'ς την νήσο τότε πλέοντας εσίμονε το πλοίο. | 95 |
λιμάν' είναι του Φόρκυνα, του πελαγήσιου γέρου, | |
εις την Ιθάκη, και 'ς αυτό δυο βγαίνουν ακρωτήρια | |
απόκρημνα, 'ς το έμβασμα του λιμανιού γυρμένα, | |
και των ανέμων των σφοδρών κρατούν το μέγα κύμα | |
απ' έξω· αλλά 'ς τον κόλπο του απρόσδεκτα ησυχάζουν | 100 |
τα πλοία τα καλόστρωτα, 'ς τ' άρασμ' οπόταν φθάσουν· | |
και εις του λιμιώνα την κορφήν εληά μακρόφυλλ' είναι, | |
σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη· | |
τόπος είν' άγιος των νυμφών 'που λέγονται Ναϊάδες. | |
και εις τ' άντρον είναι πέτρινοι κρατήραις και λαγήναις, | 105 |
και την τροφήν η μέλισσαις 'ς εκείνα θησαυρίζουν· | |
μέσα και λίθινοι αργαλειοί μακρύτατοι, οπού η νύμφαις | |
πανιά θαλασσογάλαζα, θαύμ' αν τα ιδής, υφαίνουν· | |
και βρύσαις μέσ' αστείρευταις και υπάρχουν θύραις δύο· | |
μια προς βορράν, όθε ημπορούν θνητοί να καταιβαίνουν, | 110 |
η άλλ' είναι θεώτερη, προς Νότο και απ' εκείνη | |
θνητοί δεν έρχονται, αλλ' οδός των αθανάτων είναι. | |
. | |
Αυτού, 'που 'γνώριζαν και πριν την θέσι, 'κείνοι εμβήκαν· | |
και 'ς την στερηάν ανέβηκεν ως το μισό σκαρί του, | |
το πλοίον, όπως το 'σπρωχναν με ορμήν οι κουπηλάταις· | 115 |
και απ' το καράβι το καλόν εις την στερηάν εβγήκαν, | |
και βαστακτά σηκόνοντας πρώτα τον Οδυσσέα, | |
μ' όλον τον λαμπρόν τάπητα και το λινό σινδόνι, | |
'ς την αμμουδιά τον έθεσαν γλυκαποκοιμημένον· | |
τα κτήματ' έπειτ' έβγαλαν, 'που οι Φαίακες του 'δώσαν, | 120 |
καθώς η Αθήνη ευδόκησε, να πάρη 'ς την πατρίδα· | |
και όλα σωρό τ' απόθωσαν εις της εληάς την ρίζα, | |
έξω απ' τον δρόμο, μη πριν ή ξυπνήσ' ο Οδυσσέας | |
έλθη διαβάτης άνθρωπος κ' εκείνον αδικήση· | |
κ' εκείνοι οπίσω εγύριζαν. αλλ' είχε ο κοσμοσείστης | 125 |
'ς τον νου του όσα εφοβέρισε τον θείον Οδυσσέα | |
απ' την αρχή, και του Διός την γνώμην ερευνούσε· | |
. | |
«Δία πατέρ', απέναντι θεών των αθανάτων | |
δεν θα 'μαι πλέον έντιμος, αφού καταφρονεί με | |
γένος θνητών, οι Φαίακες, αν κ' είναι απόγονοί μου· | 130 |
έλεγα 'ς την πατρίδα του πως θα 'φθαν' ο Οδυσσέας, | |
όμως αφού πάθη πολλά· και κάποτε να φθάση, | |
άμα συ το υποσχέθηκες, ποσώς δεν του αφαιρούσα. | |
και ιδού, κείνοι τον πέρασαν γλυκαποκοιμημένον | |
με γοργό πλοίο, κ' έθεσαν αυτόν εις την Ιθάκη, | 135 |
μ' άπειρα δώρα, χάλκωμα, υφάσματα, χρυσάφι, | |
'που τόσα δεν θα λάμβανε λαχνόν από την Τροία, | |
άβλαπτος αν εγύριζε με μέρος των λαφύρων». | |
. | |
Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης· | |
«Ωιμέ, λόγον 'που πρόφερες, μεγάλε κοσμοσείστη! | 140 |
δεν σ' αψηφούν οι αθάνατοι· και ποίος θα τολμήση | |
να υβρίση παλαιότατον θεόν και εις όλους πρώτον! | |
και, αν τύχη κάποιος των θνητών 'ς την δύναμί του αυθάδης | |
να σ' αψηφά, συ δύνασαι να εκδικηθής κατόπι· | |
ενέργησε όπως βούλεσαι και ως ήθελε η ψυχή σου». | 145 |
. | |
Και προς αυτόν απάντησεν ο σείστης Ποσειδώνας· | |
«Ευθύς, ω μαυρονέφελε, ως λέγεις θα ενεργούσα, | |
αλλ' αποφεύγω πάντοτε μ' ευλάβεια τον θυμό σου. | |
και τώρα θέλω τώμορφο καράβι των Φαιάκων, | |
ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη | 150 |
να κρούσω και την πόλι τους μ' όρος τρανό να κλείσω, | |
όπως ξεμάθουν 'ς το εξής να προβοδούν ανθρώπους». | |
. | |
Και ο Δίας κείνου απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης· | |
«Ω φίλε, αυτό 'ς την γνώμη μου καλήτερο εγώ κρίνω, | |
άμ' απ' την πόλιν ο λαός ξανοίξη το καράβι | 155 |
να εμβαίνη, αυτού σιμά ς' την γη, συ να το κάμης λίθον, | |
να ομοιάζη πλοίον πάντοτε, θαύμα να το 'χουν όλοι | |
οι άνθρωποι, και την πόλιν τους μ' όρος τρανό να κλείσης». | |
. | |
Και τούτο ευθύς άμ' άκουσεν ο σείστης Ποσειδώνας | |
προς την Σχερίαν κίνησε, την χώραν των Φαιάκων, | 160 |
κ' έμενε αυτού· κ' ήδη σιμά με ορμή πολλή το πλοίο | |
έφθανε· το πλησίασεν ευθύς ο κοσμοσείστης, | |
με την παλάμη το 'κρουσε κ' έγειν' εκείνο λίθος, | |
και ως εις τα βάθη ερρίζωσε· και αυτός απομακρύνθη. | |
. | |
Κ' έλεγαν λόγους πτερωτούς εκείνοι μεταξύ τους | 165 |
οι Φαίακες μακρύκουποι 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι· | |
και κάποιος τον πλησίον τον κυττώντας είπε· «ω Θε μου, | |
ποιος σπέδισε 'ς την θάλασσα τ' ογλήγορο καράβι, | |
εις την πατρίδα ως έφθανε; κ' ήδη εφαινόνταν όλο». | |
. | |
Αυτά 'πε, και ό,τι εγίνηκεν εκείνοι δεν ηξεύραν. | 170 |
και ωμίλησ' ο Αλκίνοος 'ς εκείνους μέσα κ' είπε· | |
«Ωιμέ, τα θεία ρήματα μ' ευρίσκουν του πατρός μου· | |
έλεγεν ότι εφθόνεσεν εμάς ο Ποσειδώνας, | |
'που 'ς την πατρίδ' ακίνδυνα ξεπροβοδούμεν όλους, | |
κ' έναν καιρό πανεύμορφο καράβι των Φαιάκων | 175 |
ως γέρνει από προβόδισμα, 'ς τα σκοτεινά πελάγη | |
θα κρούση και την πόλι μας μ' όρος τρανό θα κλείση· | |
τούτά 'πε ο γέρος, και όλ' αυτά τώρα λαμβάνουν τέλος· | |
και τώρα ελάτε, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι· | |
μη προβοδήστε 'ς το εξής θνητόν, όταν προσφύγη | 180 |
'ς την πόλι μας· και ας σφάξουμεν ευθύς του Ποσειδώνα | |
δώδεκα ταύρους εκλεκτούς, ίσως μας ελεήση | |
και μ' όρος υψηλότατο την πόλι μας δεν κλείση». | |
είπε και αυτοί φοβήθηκαν κ' ετοίμασαν τους ταύρους. | |
. | |
Εκεί τότε προσεύχονταν του σείστη Ποσειδώνα | 185 |
οι αρχηγοί κ' οι άρχοντες του δήμου των Φαιάκων, | |
ολόρθοι γύρω εις τον βωμό· και ο θείος Οδυσσέας | |
οπού εκοιμάτο εξύπνησε 'ς την γη την πατρική του, | |
ουδέ ποσώς την γνώρισεν ο πολυεξωρισμένος, | |
ότ' η διογέννητη Αθηνά τον έζωσε με ομίχλη, | 190 |
να μείνη αγνώριστος, και αυτή να τον διδάξ' εις όλα, | |
μη τον γνωρίσ' η σύντροφος, οι φίλοι και οι πολίταις, | |
πριν όλα τ' αδικήματα πλερώσουν οι μνηστήρες· | |
όθεν τα πάντ' αλλοειδή φαινόνταν του κυρίου, | |
τα μονοπάτια τα μακρυά, τα ευρύχωρα λιμάνια, | 195 |
τα δένδρα τα ολοφούντωτα και οι βράχοι ολόγυρά του· | |
πετάχθη, εστάθη, εκύτταξε την γη την πατρική του· | |
κ' έβγαλε μέγαν στεναγμό, και με ταις απαλάμαις | |
τα δυο μεριά του κτύπησε και με παράπον' είπε· | |
«Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; | 200 |
μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, | |
ήτε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη; | |
πού φέρω αυτούς τους θησαυρούς, και ατός μου πού πλανώμαι; | |
ας είχαν μείν' οι θησαυροί 'ς την νήσο των Φαιάκων, | |
κ' εγώ 'ς άλλον θα πρόσφευγα μεγάλον βασιλέα, | 205 |
'που θα μ' εφιλοξένιζε και θα μ' επροβοδούσε· | |
τώρα ούτε πού να θέσω αυτά γνωρίζω, αλλ' ούτε πάλι | |
θα μείνουν 'κεί 'που ευρίσκονται, μην κάποιος μου τ' αρπάξη. | |
ωιμένα, εις όλα φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν, | |
ως τώρα φαίνετ', οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, | 210 |
'που μ' έφεραν εις άλλην γη· και αυτ' είπαν να με φέρουν | |
'ς την ηλιακήν Ιθάκη μου και αθέτησαν τον λόγο. | |
να τιμωρήση αυτούς ευθύς ο ικετήσιος Δίας, | |
'π' άνωθε βλέπει τους θνητούς και τιμωρεί τον πταίστη· | |
αλλ' ας ιδώ τους θησαυρούς, να τους καλομετρήσω, | 215 |
μήπως μου πήραν φεύγοντας κάτι 'ς το κοίλο πλοίο». | |
. | |
Αυτά 'πε και τους τρίποδαις μετρούσε τους ωραίους, | |
τους λέβηταις, τα ενδύματα λαμπρά και το χρυσάφι, | |
και τίποτε δεν του 'λειπεν· αλλ' έκλαιε για την γη του | |
την πατρική, κ' εσέρνονταν της φλοισβερής θαλάσσης | 220 |
'ς την άκρη αναστενάζοντας· κ' ήλθ' η Αθηνά σιμά του, | |
κ' εφάνη νέος 'ς το κορμί, προβάτων επιστάτης, | |
ωσάν τα βασιλόπαιδα τρυφερομορφωμένος· | |
διπλή φλοκάταν εύμορφη 'ς τους ώμους της εφόρει, | |
'ς τα λαμπρά πόδια σάνδαλα, και ακόντ' είχε 'ς τα χέρια. | 225 |
άμα την είδ' εχάρηκε και προς αυτήν επήγε | |
ο Οδυσσέας κ' είπε αυτής με λόγια πτερωμένα· | |
«Ω φίλε, αφού πρώτ' ηύρα σε 'ς τα μέρη τούτα, χαίρε· | |
μη με δεχθής κακόγνωμα, αλλά τους θησαυρούς μου | |
σώσε μου αυτούς, σώσε κ' εμέ· και ιδού 'ς τα ποθητά σου | 230 |
γόνατα πέφτω και ως θεόν, ως βλέπεις, σε δοξάζω. | |
και τούτο τώρα λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω· | |
ποια γη 'ναι τούτη; ποιος λαός; ποιο γένος είναι ανθρώπων; | |
κάποιο μην είναι απ' τα νησιά τα ηλιοφωτισμένα, | |
ή άκρ' ηπείρου καρπερής 'ς την θάλασσα γυρμένη;» | 235 |
. | |
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Ω ξέν', ήτ' είσ' ανόητος ήτ' έρχεσαι από πέρα, | |
αν ερωτάς γι' αυτήν την γη· και όμως αυτή δεν είναι, | |
όσο την έχεις, άγνωστη· πολλότατοι την ξεύρουν· | |
την ξεύρουν και όσοι κατοικούν προς της αυγής τα μέρη | 240 |
κ' εκείνοι 'πώχουν έμπροσθεν του σκότους τον αέρα· | |
δεν είναι αλογοβόσκητη, νήσος πετρώδης είναι· | |
αλλ' ούτε πάλι πάμπτωχη, αν και όχι εκτεταμένη· | |
σιτάρι' αμέτρητα γεννά, κρασί γεννά ο τόπος· | |
συχνά την βρέχουν η βροχαίς και την ραντίζ' η δρόσος· | 245 |
γίδια και βώδια τρέφονται καλά 'ς την χλωρασιά της, | |
και κάθε δένδρου ζωογονούν τ' αστείρετα νερά της· | |
όθεν η Ιθάκη ακούσθηκεν, ω ξένε, και 'ς την Τροία, | |
'που από την γην Αχαϊκή τόσον απέχει, ως λέγουν». | |
. | |
Αυτά 'πε· και αναγάλλιασεν ο θείος Οδυσσέας | 250 |
κ' εχάρηκε ο πολύπαθος την γη την πατρική του, | |
ως την φανέρωσ' η Αθηνά, του αιγιδοφόρου η κόρη· | |
και προς αυτήν ωμίλησεν, αλλ' όχι την αλήθεια, | |
και να κρατήση επρόφθασε τον λόγον εις τα χείλη, | |
πάντοτε νουν ευρετικόν 'ς τα στήθη ανακινώντας· | 255 |
«Για την Ιθάκην άκουσα και 'ς την πλατεία Κρήτη, | |
απόπερ' απ' τα πέλαγα· τώρ' ήλθα εγώ με τούτους | |
τους θησαυρούς και αφήνοντας των τέκνων μου άλλα τόσα | |
έφυγα επειδή φόνευσα υιόν του Ιδομενέα, | |
τον γοργοπόδη Ορσίλοχο, 'που 'ς την πλατεία Κρήτη | 260 |
όλους ενίκα τρέχοντας τους σιτοφάγους άνδραις, | |
τι να στερήση εμ' ήθελε των Τρωικών λαφύρων | |
όλων, 'που τόσα υπόφερα για κείνα 'ς την ψυχή μου, | |
και εις τους πολέμους των ανδρών και 'ς τα φρικτά πελάγη· | |
ότι οπαδός δεν έστεργα να γείνω του πατρός του | 265 |
εις την Τρωάδ', αλλ' αρχηγός άλλων συντρόφων ήμουν· | |
καρτέρι μ' έναν σύντροφο του 'στησα εγγύς του δρόμου, | |
και απ' τους αγρούς ως έρχονταν τον κτύπησα μ' ακόντι· | |
μαύρ' ήταν νύκτα σκοτεινή, και άνθρωπος δεν μας είδε | |
κανένας, ώστε την ζωήν αγνώριστος του επήρα· | 270 |
και αφού τον εθανάτωσα, κατέβηκα εις το πλοίο, | |
και ικέτης εγώ πρόσπεσα των δοξαστών Φοινίκων, | |
και δώρα πολυπόθητα τους έδωκα ζητώντας | |
'ς το πλοίο τους να με δεχθούν, 'ς την Πύλο να μ' αφήσουν, | |
ή 'ς την αγίαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν· | 275 |
αλλά κείθεν η δύναμις τους έσπρωξε του ανέμου, | |
κ' επείσμοναν δεν ήθελαν ποσώς να μ' απατήσουν· | |
κ' εκείθε παραδέρνοντας εφθάσαμ' εδώ νύκτα· | |
λάμνοντας προχωρήσαμε με κόπο 'ς τον λιμένα· | |
για δείπνο δεν εφρόντισε κανείς, αν κ' ήταν χρεία, | 280 |
αλλ' απ' το πλοίο βγήκαμε και αυτού πλαγιάσαμ' όλοι· | |
εις ύπνον έπεσα γλυκόν, σβυμμένος απ' τον κόπο· | |
από το πλοίον έβγαλαν τους θησαυρούς μου εκείνοι, | |
αυτού σιμά 'που επλάγιαζα 'ς τον άμμο τους εθέσαν, | |
κ' ευθύς προς την καλόκτιστη κίνησαν Σιδονία, | 285 |
κ' εγώ μόνος απόμεινα με την ψυχή θλιμμένη». | |
. | |
Αυτά 'πε· χαμογέλασεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, | |
με το χέρι τον χάιδευσε, και 'ς την μορφήν εφάνη | |
γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα, | |
κ' εκείνον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | 290 |
«Πανούργος και παμπόνηρος θα' ν' όποιος σε περάση, | |
'ς τα μύρια τεχνάσματα, θεός και αν τύχη εκείνος· | |
σκληρέ, 'ς τον νου πολύμορφε, ακούραστε εις τους δόλους, | |
ουδέ 'ς την γην σου εν ώ πατείς τα ψεύδη θ' αθετήσης, | |
και όλα τα λόγια τα πλαστά, 'που απ' το βυζί σ' αρέσουν· | 295 |
αλλά τούτ' ας τ' αφήσουμεν· σοφ' είμασθε και οι δύο· | |
συ πρώτος είσαι των θνητών 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους, | |
και πάλι εγώ μες τους θεούς 'ς τον νου και 'ς την σοφία | |
φημίζομαι· δεν γνώρισες συ την Παλλάδ' Αθήνη | |
την θυγατέρα τον Διός, 'που εις όλα σου τα πάθη | 300 |
σου παραστέκω πάντοτε και σε περιφυλάγω, | |
κ' έφερα εγώ τους Φαίακαις να σ' αγαπήσουν όλοι· | |
και τώρα πάλιν ήλθα εδώ, να βουλευθούμε αντάμα, | |
να κρύψω και τους θησαυρούς, 'που, ως είχε ο νους μου ορίσει, | |
οι Φαίακες σου χάρισαν να φέρης 'ς την πατρίδα, | 305 |
και πόσα πάθη σπίτι σου σώχει φυλάξ' η μοίρα, | |
να σου προειπώ· κάμε καρδιά να τα υπομείνης όλα· | |
μηδ' εις κανένα εξηγηθής, είτε γυναίκα είτ' άνδρα, | |
ότι απ' τα ξένα εγύρισες· και απ' τους αυθάδεις άνδραις | |
όσα και αν πάθης, σώπαινε, και υπόφερε τον πόνο». | 310 |
. | |
Κ' εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | |
«Δύσκολα σε, θεά, θνητός γνωρίζει αν σ' απαντήση, | |
όσον και αν έχη νόημα· τι κάθε σχήμα παίρνεις· | |
τούτο γνωρίζω εγώ καλά, 'που μ' αγαπούσες πρώτα, | |
όσ' οι Αχαιοί τον πόλεμο κρατούσαμε εις την Τροία. | 315 |
αλλ' αφού κάτω ερρίξαμε τους πύργους του Πριάμου, | |
κ' εφύγαμε, κ' εσκόρπισε τους Αχαιούς η μοίρα, | |
πλέον, ω κόρη του Διός, δεν σ' είδα, ή να πατήσης | |
σ' ενόησα 'ς το πλοίο μου, για να με προφυλάξης, | |
αλλ' άπαυτα επαράδερνα με την καρδιά καμμένη, | 320 |
ως ότου από την συμφοράν οι αθάνατοι μ' ελύσαν· | |
πλην των Φαιάκων 'ς την λαμπρήν πατρίδ' ότε η φωνή σου | |
μ' εμψύχωσε, και συ, θεά, μ' ωδήγησες 'ς την πόλι· | |
και τώρα σε παρακαλώ, 'ς τ' όνομα του πατρός σου— | |
τι δεν πιστεύω να 'φθασα 'ς την ηλιακήν Ιθάκη, | 325 |
αλλά πλανώμαι εις άλλην γη· θαρρώ 'που μ' αναπαίζεις, | |
και όσα μου λέγεις πλάθονται τον νου μου να πλανέσης— | |
ειπέ μου αν είμαι αληθινά 'ς την ποθητήν πατρίδα». | |
. | |
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«'Σ τα στήθη σου το νόημα πάντοτε μένει εκείνο· | 330 |
για τούτο εγώ δεν δύναμαι τον δύστυχον εσένα | |
ν' αφήσ', ότ' είσαι φρόνιμος, σοφός και ανοικτομμάτης· | |
καθ' άλλος απ' την ξενιτειάν άμ' ήλθε θα εζητούσε | |
την σύντροφο και τα παιδιά 'ς το σπίτι ν' αγκαλιάση· | |
και σε δεν μέλει παντελώς να μάθης, να ερωτήσης, | 335 |
πλην θέλεις την γυναίκα σου να δοκιμάσης πρώτα, | |
'που μένει σπίτι κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, | |
τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη· | |
κ' εγώ 'ς τον νου δεν έλαβα ποτέ μου αμφιβολία | |
ότι θα φθάσης, έρημος απ' όλους τους συντρόφους· | 340 |
αλλά προς τον πατράδελφον εγώ τον Ποσειδώνα | |
ν' αντιφερθώ δεν θέλησα, 'π' άσπονδο σώχε μίσος | |
αφού το φως αφαίρεσες του ποθητού παιδιού του· | |
αλλ' ας σου δείξω, να πεισθής, τον τόπο της Ιθάκης. | |
Ιδού, του γέρου Φόρκυνα τούτ' είναι το λιμάνι· | 345 |
τούτ' η μακρόφυλλ' είν' εληά 'ς την άκρη του λιμιώνα· | |
σιμά της αεροχρώματη σπηληά χαριτωμένη· | |
τόπος είν' άγιος των νυμφών, 'που λέγονται Ναϊάδες· | |
τ' άντρον ιδού το θολωτόν, αυτ' όπου εσυνειθούσες | |
πολλαίς να δίδης των νυμφών καλόδεκταις θυσίαις· | |
τ' όρος, ιδού, το Νήριτον, όλο ενδυμένο δάση». | 350 |
. | |
Είπ', έλυσε την καταχνιά κ' εφάνη ο τόπος όλος· | |
ευφράνθη 'ς την πατρίδα του ο θείος Οδυσσέας, | |
κ' εφίλησε ο πολύπαθος την γην την σιτοδώρα, | |
και προσευχήθη των νυμφών με χέρια σηκωμένα· | 355 |
«Νύμφαις Ναϊάδες, του Διός ω κόραις, εγώ πλέον | |
να σας ιδώ δεν έλπιζα· τώρα μ' ευχαίς γλυκείαις | |
χαίρετε, και θα λάβετε 'ς το εξής και δώρα ως πρώτα, | |
αν δώσ' η κόρη του Διός, η νικηφόρ' Αθήνη, | |
ζωή 'ς εμέ και προκοπή του αγαπητού παιδιού μου». | 360 |
. | |
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Θάρρου· ως προς τούτα παντελώς ο νους σου ας μη φροντίση· | |
μόνον εδώ τους θησαυρούς 'ς τα βάθη του άντρου θείου | |
ας αποθέσουμεν ευθύς, να τα 'χης φυλαγμένα· | |
έπειτα πώς θα ευοδωθούν τα πράγματ' ας σκεφθούμε». | 365 |
. | |
Είπε, 'ς τ' αεροχρώματο σπήλαιον εισήλθ' η Αθήνη, | |
κ' ερεύνα τους κρυψιώναις του· κ' έφερν' ο Οδυσσέας | |
όλα σιμά της, το σκληρό χάλκωμα, το χρυσάφι, | |
και τα λαμπρά φορέματα, 'που οι Φαίακες του δώσαν· | |
και αφού καλά τ' απόθεσε, 'ς τ' άντρου την θύρα λίθον | 370 |
έθεσ' η Αθήνη, του Διός του αιγιδοφόρου η κόρη· | |
'ς την ρίζα τότ' εκάθισαν της ιερής ελαίας | |
και όλεθρον εσχεδίαζαν των αυθαδών μνηστήρων· | |
κ' η θεά πρώτη ωμίλησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, | 375 |
το πώς τους αδιάντροπους μνηστήραις να κτυπήσης | |
σκέψου· τρεις χρόνους κυβερνούν 'ς το σπίτι σου και θέλουν | |
την θεϊκή σου σύντροφο με δώρα ν' αποκτήσουν· | |
κ' εκείνη μέσα οδύρεται για την επιστροφή σου, | |
όμως ελπίδα, υπόσχεσιν εις τον καθέναν δίδει | 380 |
με τα μηνύματ', αλλ' ο νους καθ' άλλο μέσα τρέφει». | |
. | |
Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας· | |
«Ω Θε μ', ως ο Αγαμέμνονας, ο μέγας Ατρείδης, | |
κ' εγώ 'μελλα 'ς το σπίτι μου να κακοθανατίσω, | |
αν συ, θεά, δεν μώλεγες τα πάντ' ένα προς ένα· | 385 |
και τώρα πλέξε μου βουλή, να τιμωρήσω εκείνους· | |
στήσου 'ς το πλάγι μου, ω Θεά, κ' εγκάρδιωσέ με ως όταν | |
τα ολόλαμπρα πυργώματα χαλούσαμε της Τροίας· | |
αν όμοια μου παράστεκες με ζέσι, ω γλαυκομμάτα, | |
θα 'μουν καλός να κτυπηθώ και μ' άνδραις τριακόσιους, | 390 |
μαζή σου, σεβαστή θεά, 'ς την χάρι σου θαρρώντας». | |
. | |
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
«Σιμά θα μ' έχης και πολύ, στιγμή δεν θα σε χάσω, | |
όταν αρχίσ' ο αγώνας μας· και τότε θαρρώ 'π' άνδρες | |
πολλοί θα βάψουν μ' αίματα και με μυαλά το χώμα, | 395 |
απ' τους μνηστήραις 'που το βιο σου καταφθείρουν τώρα· | |
και ιδού, θα σε κάμ' άγνωστον εις όλους τους ανθρώπους· | |
θα σου ζαρώσω το κορμί το λυγιστόν, ωραίο· | |
της κεφαλής τα ολόξανθα μαλλιά θα σου αφανίσω, | |
και θα σ' ενδύσω φόρεμα, να σε συγχαίνωντ' όλοι· | 400 |
τα μάτια, 'πώλαμπαν προτού, θαμπά θα καταστήσω, | |
αχρείος ώστε τα [να] φανής εις τους μνηστήραις όλους, | |
'ς την σύντροφον και εις το παιδί, όπ' άφησες 'ς το σπίτι· | |
και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο, | |
'που επιστατεί τους χοίρους σου και 'ς την καρδιά του σ' έχει, | 405 |
και οπού το τέκνο σου αγαπά και την χρηστή συμβία· | |
θα τον ευρής όχι μακράν των χοίρων, οπού βόσκουν, | |
όπ' είναι η κορακόπετρα κ' η Αρέθουσ' είναι η βρύσι· | |
βαλάνια τρώγουν νόστιμα και νερό μαύρο πίνουν, | |
αυτά 'που αυξαίνουν το λαμπρό το πάχος εις τους χοίρους· | 410 |
κάθισ' εκεί σιμά 'ς αυτόν και κάθε πράγμ' ερώτα, | |
έως ου 'ς την καλλιγύναικα την Σπάρτη εγώ να φθάσω, | |
να κράξω τον Τηλέμαχο τον ποθητόν υιόν σου, | |
οπού 'ς την Λακεδαίμονα, 'ς το δώμα του Ατρείδη, | |
ν' ακούση αν κάπου ακόμη ζης εβγήκεν, Οδυσσέα». | 415 |
. | |
Σ' αυτήν τότε ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας· | |
«Τι δεν του το 'πες συ, θεά, 'π όλα γνωρίζει ο νους σου; | |
ή θέλησες πλανώμενος και αυτός εις τα πελάγη | |
να παραδέρνη και το βιο να του χαλούν οι ξένοι;» | |
. | |
Τότε η θεά του απάντησεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | 420 |
«Γι' αυτόν μη τόσο ανησυχής εγώ τον ωδηγούσα· | |
εκεί να υπάγη κ' εύμορφη να λάβη εκείνος φήμη | |
κόπον δεν έχει αυτός εκεί κανέναν, αλλά μένει | |
'ς άπειρ' ανάμεσα καλά, 'ς τα δώματα του Ατρείδη· | |
τώχουν καρτέρι αληθινά με το καράβ' οι νέοι, | 425 |
όπως του πάρουν την ζωή πριν φθάσ' εις την πατρίδα· | |
δύσκολο το 'χω· και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση | |
πολλούς μνηστήραις, απ' αυτούς οπού το βιο σου φθείρουν». | |
. | |
Αυτά 'πε και μ' ένα ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, | |
και το κορμί του ζάρωσε το λυγιστόν, ωραίο· | 430 |
την ξανθήν κόμην έρριξεν ολόβολα τα μέλη | |
με δέρμα του εσκέπασεν ανθρώπου γηραλέου· | |
τους οφθαλμούς του θάμπωσε 'που τόσο αστράφταν πρώτα, | |
και άλλο αποφόρι του 'βαλε παμπάλαιο, και χιτώνα, | |
κουρελιασμένα, λιγδερά, και μαυροκαπνισμένα, | 435 |
κ' επάνω δέρμα ελάφινο μακρύ και μαδημένο· | |
και του 'δωκ' ένα ρόπαλο κ' ένα δισάκκι αχρείο, | |
ολότρυπο, κ' είχε σχοινί χοντρό να το κρεμάη. | |
. | |
Αυτά 'παν κ' εχωρισθήκαν να εύρη επήγ' εκείνη | |
'ς την θείαν Λακεδαίμονα το τέκνο του Οδυσσέα. | 440 |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Ξ | |
. | |
. | |
. | |
Και απ' τον λιμέν' ανέβη αυτός το άγριο μονοπάτι | |
εις όρ', εις δάση, όπ' η Αθηνά του 'πε ότι μένει ο θείος | |
χοιροβοσκός, 'που εγκαρδιακά το βιο του συντηρούσε, | |
απ' όσους δούλους έλαβεν ο θείος Οδυσσέας. | |
. | |
'Σ τον πρόδομο καθήμενον τον ηύρ', όπου κτισμένην | 5 |
'ς ανοικτό μέρος υψηλήν είχεν αυλήν μεγάλην, | |
καλήν, και γύρω ελεύθερην αυτήν ο χοιροτρόφος, | |
ο κύριός του ενώ 'λειπε, των χοίρων είχε κτίσει, | |
εκείνος, και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης, | |
με συρταίς πέτραις, κ' έφραξε μ' αγραπιδιαίς τριγύρω· | 10 |
και πάλους έστησ' έξωθε πολλούς και απ' τα δύο μέρη, | |
πυκνούς, αφού καλά 'κοψε του δρυού την μαύρη φλούδα. | |
και χοιρομάνδραις δώδεκα μες της αυλής τον γύρο | |
έφθειασεν όλαις σύνεγγυς· και εις καθεμιά κλεισμέναις | |
ευρίσκονταν πεντήκοντα χαμόκοιταις γουρούναις, | 15 |
μητέραις· κ' έξω απ' τα μανδριά τ' αρσενικά κοιμώνταν, | |
αλλ' ολιγώτερα πολύ· ότ' οι μνηστήρες θείοι | |
τα δαπανούσαν, επειδή τ' ολόπαχο θρεφτάρι | |
έστελνε καθημερινά 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος. | |
και τότ' εσώζοντο απ' αυτούς όλοι τριακόσοι εξήντα· | 20 |
σιμά τους σκύλοι ωσάν θεριά τέσσαρες επλαγιάζαν, | |
'π' ανάθρεψε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων. | |
κ' εκείνος εις τα πόδια του προσάρμοζε πεδούλια, | |
κόβοντας δέρμα βώδινο, 'που 'χε λαμπρό το θώρι· | |
οι αλλ' είχαν πάγει εδώ κ' εκεί με ταις κοπαίς των χοίρων, | 25 |
οι τρεις, αλλά τον τέταρτον 'ς την πόλιν είχε στείλει | |
μ' ένα θρεφτάρι στανικώς των αυθαδών μνηστήρων, | |
όπως το σφάξουν κ' ευφρανθή 'ς τα κρέατα η ψυχή τους. | |
. | |
Είδαν οι σκύλ' οι αλυκτικοί ξάφνου τον Οδυσσέα· | |
του χύθηκαν γαυγίζοντας· τότε με γνώσι χάμου | 30 |
κάθισε αυτός και του 'πεσε το ρόπαλο απ' το χέρι. | |
τότ' άσχημα θα πάθαινε 'ς την θύρα της αυλής του, | |
αλλ' ώρμησε γοργότατα κατόπι ο χοιροτρόφος | |
'ς τα πρόθυρο, και του 'πεσε το δέρμ' από το χέρι· | |
και με φοβέραις τα σκυλιά και με πυκνά λιθάρια | 35 |
εσκόρπισε, και ωμίλησε κατόπι του κυρίου· | |
«Αχ! απ' ολίγο, γέροντα, σ' αφάνιζαν οι σκύλοι | |
έξαφνα, και όνειδος πολύ θε να 'χα εξ αφορμής σου. | |
και άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώσαν· | |
κύριον ισόθεον είχα εγώ, και ολοκαιρίς τον κλαίω | 40 |
εδώ, και εις άλλους κουναρώ τα ολόπαχα θρεφτάρια, | |
αυτοί να τρώγουν, και τροφής ωστόσο στερημένος | |
εις πολιτείαις δέρνεται ανθρώπων αλλοφώνων | |
κείνος, αν ήναι 'ς την ζωή, του ήλιου το φως αν βλέπη. | |
αλλ' ακολούθα, γέροντα, να πάμε εις την καλύβα, | 45 |
και άμ' ευφρανθής εις το φαγί και εις το κρασί, κατόπι | |
οπόθεν είσαι να μου ειπής και όσά 'χεις παθημένα». | |
. | |
Είπε, και τον ωδήγησεν ο θείος χοιροτρόφος | |
εις την καλύβα, και κλαδιά δασειά για να καθίση | |
έστρωσε και τα εσκέπασε μ' αγριογιδιού τομάρι, | 50 |
μέγα, πολύτριχο, δασύ, 'που το 'χε στρώμα εκείνος. | |
εχάρ' όπως τον δέχθηκε και του 'πεν ο Οδυσσέας· | |
«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, | |
αφού με καλοδέχθηκες, ό,τι η καρδιά σου θέλει». | |
Και προς αυτόν απάντησεν ο Εύμαιος χοιροτρόφος· | 55 |
«Και αν από σε μικρότερος έλθη, δεν πρέπει, ω ξένε, | |
τον ξένον να μη σεβασθώ· του Διός είναι οι ξένοι | |
και οι πτωχοί όλοι· ολιγοστό και αγαπητό το δώρο | |
δίδουμ' εμείς· επειδή αυτός των δούλων είναι ο νόμος, | |
να τρέμουν όταν κυβερνούν οι άρχοντες οι νέοι· | 60 |
ότ' οι θεοί τον γυρισμόν του ανδρός εκείνου εφράξαν, | |
'που θα με αγάπα εγκαρδιακά και θάμ' είχε προικίσει | |
με όσα ο κύριος πρόθυμα τον δούλο του ανταμείβει, | |
με σπίτι, με καλόμορφη γυναίκα και με κτήμα, | |
αν κείνου ευλόγησε ο θεός το έργο και τους κόπους, | 65 |
όπως κ' εμένα ευλόγησε το έργο αυτό 'που κάμνω. | |
όθε, αν ο κύριος γέραζεν εδώ, χαρά ς' εμένα· | |
και τώρα εχάθη^ αχ! ήθελα το γένος της Ελένης | |
να 'χε χαθή, που εθέρισε πολλαίς ζωαίς ανδρείων· | |
ότι και αυτός εκδικητής του αδικημένου Ατρείδη | 70 |
'ς το εύιππον Ίλιον ώρμησε τους Τρώαις να κτυπήση». | |
. | |
Είπε και με την ζώστρα του συσφίγγει τον χιτώνα, | |
προς τα μανδριά πορεύεται, 'που εκλειούσαν χοίρων πλήθη, | |
σηκόνει δύο, σφάζει τους κ' ευθύς τους καψαλίζει, | |
και αφού καλά τους λιάνισε 'ς ταις σούβλαις τους περνάει, | 75 |
και άμα τα κρέατ' έψησε τα φέρει του Οδυσσέα, | |
ζεστά ζεστά μες τα σουβλιά, κ' επάνω τ' αλευρόνει, | |
και εις καυκί μέσα συγκερνά κρασί γλυκύ σαν μέλι, | |
και αντικρυνά του κάθεται και τον παρακινάει· | |
«Ω ξένε, τρώγε απ' το φαγί το χοίρινο, των δούλων, | 80 |
και τα θρεφτάρια ολόπαχα τα ευφραίνονται οι μνηστήρες, | |
'π' ούτ' έλεος έχουν 'ς την ψυχήν ούτε της δίκης φόβο· | |
πλην τ' άνομ' έργα οι μάκαρες θεοί δεν αγαπούσι, | |
αλλά τα δίκαια και χρηστά τιμούν των θνητών έργα. | |
και οπόταν άνδρες άρπαγαις, κακόπρακτοι, πατήσουν | 85 |
εις ξένον τόπον και εις αυτούς λάφυρα δώση ο Δίας, | |
άμα φορτώσουν, σπουδακτά γυρίζουν 'ς την πατρίδα, | |
ότι κ' εκείνων εις τον νου της δίκης πέφτει τρόμος. | |
πλην τούτοι κάπως θα 'μαθαν, θεού φωνή τους είπε, | |
το τέλος του, αφού δίκαια δεν θέλουν να μνηστεύουν, | 90 |
ουδέ να γύρουν σπίτι τους, αλλ' ήσυχα του φθείρουν | |
δυναστικώς τα πλούτη του χωρίς να τα λυπούνται. | |
τι κάθε ημέρα του Διός, όσαις και αν έχη ο χρόνος, | |
ένα ποτέ δεν σφάζουσι σφακτόν ή δύο μόνα· | |
και άφθονα βγάζουν το κρασί και το ρουφούν οι αυθάδεις. | 95 |
ότ' είχε βιόν αμίλητον, όσον δεν είχεν άλλος | |
ήρωας 'ς την μαύρη στερεάν, αλλ' ούτε 'ς την Ιθάκη. | |
κ' είκοσι ανδρών ολόκληρα και αν ενωθούν τα πλούτη | |
τόσα δεν είναι· τώρα εγώ να σου τ' απαριθμήσω· | |
δώδεκ' αγέλαις 'ς την στερηά, τόσαις κοπαίς προβάτων, | 100 |
και τόσαις χοίρων, και γιδιών τόσα πλατειά κοπάδια, | |
του βόσκουν ξένοι μισθωτοί ποιμένες και δικοί του. | |
κ' εδώ 'ς την άκρην ύστερη γιδιών πλατειά κοπάδια | |
ένδεκα βόσκουν, και άνθρωποι καλοί τα επιστατούσι. | |
καθένας πάντοτε απ' αυτούς καθημερνά τους φέρει | 105 |
από τα ερίφια τα παχειά το εξαίρετο, το πρώτο. | |
κ' εγώ πάλ' είμαι φύλακας των χοίρων οπού βλέπεις, | |
και το θρεφτάρι το καλό διαλέγω και τους στέλνω». | |
. | |
Είπε· κ' εκείνος έτρωγε κρέατα κ' ερουφούσε | |
κρασί κ' εσώπα, αλλ' όλεθρον φύτευε των μνηστήρων. | 110 |
και άμ' έφαγε κ' ευφράνθηκεν, ο άλλος το ποτήρι, | |
εκείν' όπ' έπινεν αυτός, όλο κρασί γεμάτο, | |
του πρόσφερε· χαρούμενος το δέχθηκεν εκείνος· | |
κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | |
«Ω φίλε, ποιος σ' αγόρασε με την δική τ' ουσία, | 115 |
'που τόσην είχε δύναμι, και τόσα πλούτη, ως λέγεις, | |
και 'πώπεσεν εκδικητής κ' εκείνος του Ατρείδη; | |
ειπέ τον, και αν εγνώρισα τον άνδρα, θα νοήσω, | |
οι αθάνατοι γνωρίζουσιν αν θα 'φερν' αγγελία | |
οπού τον είδα· ότ' εις πολλά μέρη επεριπλανήθην». | 120 |
. | |
Και απάντησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων· | |
«Γέρε, όποιος ξένος άνθρωπος γι' αυτόν φέρη αγγελία, | |
ούτε η γυναίκα τ' ούτε ο υιός πίστι δεν δίδουν πλέον. | |
αλλά πλανήταις άνθρωποι, βοήθειαν όπως λάβουν, | |
ανώφελα ψευδολογούν και την αλήθεια κρύβουν. | 125 |
και όποιος περιπλανώμενος εις την Ιθάκη φθάση | |
'ς την δέσποινά μου ερχόμενος λόγια πλαστά προσφέρει, | |
κ' εκείνη τον φιλοξενεί και όλα ζητεί να μάθη, | |
και, ως κλαίγει, από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν, | |
ως γυνή κάμνει, 'πώχασε τον άνδρα της 'ς τα ξένα. | 130 |
και συ θε να 'σουν πρόθυμος, γέρε, να φθειάσης μύθον, | |
ίσως χλαμύδα να ενδυθής σου δίδαν και χιτώνα· | |
εκείνου ωστόσο τα γοργά τα όρνεα και οι σκύλοι | |
τα κόκκαλα θα του 'γδαραν, όπ' άψυχ' απομείναν· | |
ή ψάρια τον κατάφαγαν 'ς την θάλασσα, κ' εκείνου | 135 |
άμμος πολύς τα κόκκαλα σκεπάζει 'ς ακρογιάλι. | |
κείνος εχάθη τώρ' αυτού, και εις όλους μένει ο πόνος | |
τους φίλους κ' έξοχα 'ς εμέ· ότι άλλον δεν θε ναύρω | |
κύριον καλόν ωσάν αυτόν, 'ς όποια και αν φθάσω μέρη, | |
ούδ' αν γυρίσω εις του πατρός και της μητρός μου πάλι | 140 |
το σπίτι, οπού γεννήθηκα κ' εκείνοι μ' αναστήσαν. | |
ουδέ γι' αυτούς ως απ' αρχής οδύρομαι, αν και θέλω | |
να τους ιδούν τα μάτια μου 'ς την γη την πατρική μου· | |
αλλά με παίρνει του Οδυσσηά, 'π' άφαντος είναι, ο πόθος. | |
και αυτόν, ω ξέν', εντρέπομαι, και αν λείπει, να ονομάζω, | 145 |
ότι με αγάπα ολόψυχα, πολύ για μέ πονούσε· | |
αλλ' αδελφόν μου εγκαρδιακόν τον λέγω και μακρόθεν». | |
. | |
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· | |
«Ω φίλε, αφού παντάπασι να το δεχθής δεν θέλεις, | |
και λέγεις 'που δεν θα 'λθη πλειά, και άπιστος μένει ο νους σου, | 150 |
εγώ δεν θα ομιλήσω απλώς, αλλά σου λέγω μ' όρκο, | |
ο Οδυσσέας έρχεται· και για τα συγχαρίκια, | |
ευθύς άμα 'ς το σπίτι του πατήση πάλι εκείνος, | |
θα με σκεπάσης μ' εύμορφη χλαμίδα και χιτώνα. | |
πρότερον όμως, χρειαστός αν κ' είμαι, δεν τα θέλω· | 155 |
ότι όσο μου 'ναι μισηταίς του Άδ' η μαύραις πύλαις, | |
τόσο μισώ τον άνθρωπο 'που ψεύδεται από χρεία. | |
μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, | |
και η γωνιά, 'που ευρίσκομαι, του άπταιστου Οδυσσέα, | |
ότι όλα ταύτα θα συμβούν καθώς τα λέγω τώρα. | 160 |
ο Οδυσσέας έρχεται, τούτος πριν κλείση ο χρόνος· | |
τούτος ο μήνας άμ' εβγή και άμα πατήσ' ο άλλος, | |
θα φθάση εκείνος σπίτι του και αυτούς θα τιμωρήση, | |
'που υβρίζουν την γυναίκα του και τον λαμπρόν υιόν του». | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· | 165 |
«Γέρε, γι' αυτήν την είδησιν ούτε θα λάβης δώρο, | |
ούτ' ο Οδυσσέας θα 'λθη πλειά 'ς το σπίτι του, αλλά πίνε | |
ήσυχα, και άλλο ας εύρουμε να ειπούμε και 'ς τον νου μου | |
τούτα μη φέρης, επειδή μου σχίζεται η καρδία, | |
τον κύριόν μου τον καλόν οπόταν μου ενθυμίζουν. | 170 |
αλλά τώρ' ας αφήσουμε τον όρκο, κ' είθε να 'λθη | |
ο Οδυσσέας, ως ποθώ κ' εγώ και η Πηνελόπη, | |
και ο θείος ο Τηλέμαχος και ο γέρος ο Λαέρτης, | |
και πάλ' εις θλίψαις μ' έβαλεν ο γόνος του Οδυσσέα | |
Τηλέμαχος, 'π', ως τρυφερό βλαστάρι αφού τον θρέψαν | 175 |
οι αθάνατοι, και να φανή 'ς τους άνδραις είχα ελπίδα | |
ως ο πατέρας του λαμπρός 'ς το σώμα και 'ς το κάλλος, | |
κάποιος θεός ή και θνητός το λογικό του επήρε· | |
'ς την θείαν Πύλο βγήκε αυτός να μάθη του πατρός του | |
άκουσμα, και τον καρτερούν οι θαυμαστοί μνηστήρες, | 180 |
ως γέρνει 'ς την πατρίδα του, όπως το θείον γένος | |
και του Αρκεισίου τ' όνομα σβυσθούν απ' την Ιθάκη. | |
πλην τώρ' ας τον αφήσουμεν, εκείν' είτε τον πιάσουν, | |
ή φύγη, και το χέρι του γι' αυτόν σηκώση ο Δίας. | |
άλλ' έλα, γέροντ', όλα σου 'ς εμέ να ειπής τα πάθη· | 185 |
και τούτο ειπέ μου καθαρά, μ' αλήθεια να το μάθω, | |
ποιος είσαι; πόθεν έρχεσαι; που η πόλις κ' οι γονείς σου; | |
με ποιο καράβι εδώ 'φθασες; με ποιον τρόπον οι ναύταις | |
εις την Ιθάκη σ' έφεραν, και ποιοι καυχώνταν 'που 'ναι; | |
ότι εδώ πέρα συ πεζός δεν έφθασες πιστεύω». | 190 |
. | |
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας· | |
«Κ' εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με· | |
και ας είχαμε για κάμποσον καιρόν τροφήν ωραία, | |
γλυκό κρασί, καθήμενοι κ' οι δύο 'ς την καλύβα, | |
φαγοποτώντας ήσυχα, και 'ς τα έργα να 'ναι οι άλλοι, | 195 |
τότ' άκοπα θε να 'λεγα και ολόκληρον τον χρόνον, | |
και ούτε καλά θα πρόφθανα, τα πάθη της ψυχής μου, | |
όσ' από θείαν θέλησιν όλα μαζή μ' ευρήκαν. | |
. | |
Το γένος έχω απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης, | |
υιός ανθρώπου υπέρπλουτου· και άλλους πολλούς 'ς το σπίτι | 200 |
γέννησ' υιούς και ανάθρεψεν η νόμιμη συμβία· | |
εμ' άλλη μάννα γέννησε δούλη αγαπητική του, | |
αλλ' ίσια με τα νόμιμα παιδιά του μ' ετιμούσε | |
ο Υλακίδης Κάστορας, κ' εκείνου γόνος είμαι, | |
όπ' ως θεόν τον δόξαζε 'ς την Κρήτη ο κόσμος όλος, | 205 |
ότ' είχε πλούτ', είχ' ευτυχιά και τέκνα επαινεμμένα· | |
αλλά 'ς τον Άδη ο θάνατος εκείνον αφού πήρε, | |
τα μεγαλόψυχα παιδιά το βιο του εμοιρασθήκαν, | |
με τους λαχνούς, όπ' έρριξαν εκείνοι ανάμεσόν τους· | |
αλλ' εις εμέ μέρος μικρόν έδωσαν κ' ένα σπίτι. | 210 |
κ' εγώ γυναίκ' από γονείς επήρα ευτυχισμένους, | |
εις την ανδρειά μου ως έπρεπεν ότι κακός δεν ήμουν | |
ουδέ φυγόμαχος· αλλά τώρα μ' αφήκαν όλα· | |
όμως και από την καλαμιά, 'που βλέπεις, θα νοήσης | |
ποιος ήμουν πριν τα βάσανα και η λύπαις με θερίσουν. | 215 |
τόλμην ο Άρης κ' η Αθηνά μου χάρισαν και ρώμη, | |
'που τους ανδρείους έσπανε· και ότ' έπαιρνα μαζή μου | |
εκλεκτούς άνδραις, κ' έστηνα κακό του εχθρού καρτέρι, | |
τον θάνατον δεν έβλεπε ποτ' η καρδιά μου εμπρός της, | |
και με την λόγχη εχύνομουν πρώτος πολύ, κ' εκτύπουν | 220 |
τον εχθρόν, αν όσον εγώ δεν ήτο ανεμοπόδης. | |
αυτός ήμουν 'ς τον πόλεμο· τα έργα του αγρού μισούσα | |
και του σπιτιού την μέριμνα, 'που λαμπρά τέκνα τρέφει. | |
κ' είχα τον πόθο πάντοτε 'ς τα κουποφόρα πλοία, | |
'ς ταις μάχαις, 'ς τα καλόξυστα τ' ακόντια και 'ς τα βέλη, | 225 |
όλα κακά, 'που προξενούν 'ς άλλους ανθρώπους φρίκη· | |
αλλ' ό,τι μώβαλε ο θεός 'ς τον νου, κείνο αγαπούσα· | |
ότι 'ς αλλ' έργ' αρέσκεται τούτος και 'ς άλλα εκείνος. | |
τι πριν ακόμ' οι Αχαιοί πατήσουν εις την Τροία, | |
εννηά στρατήγησα φοραίς και με γοργά καράβια | 230 |
εις μέρη ξένα επέρασα, και των πολλών λαφύρων | |
έπαιρνα μέρος εκλεκτό, και μώδινεν ο κλήρος | |
πάλιν πολλά· και ογλήγορα το σπίτι μου επλουτίσθη, | |
και φοβερός και σεβαστός εγίνηκα εις τους Κρήταις· | |
αλλ' ότ' εσκέφθη ο βροντητής το επάρατο ταξείδι, | 235 |
'που τόσαις έσβυσε ζωαίς, τότε ο λαός της Κρήτης | |
πρόσταξ' εμέ και τον λαμπρόν αντάμα Ιδομενέα, | |
των πλοίων επί κεφαλής να ορμήσουμε εις την Τροία· | |
τότε η βοή μας έβιασε του τόπου να δεχθούμε· | |
και ότ' ήλθε ο χρόνος δέκατος του φοβερού πολέμου | 240 |
πήραμε τ' Αχαιόπα[ι]δα την πόλι του Πριάμου, | |
και εις την πατρίδα ως πλέαμε μας σκόρπισεν η μοίρα. | |
κ' εμέ του αμοίρου συμφοραίς σοφίσθη τότε ο Δίας· | |
τι μόνον μήνα εχάρηκα την ποθητή συμβία, | |
τα τέκνα και τα πλούτη μου· κατόπιν η ψυχή μου | 245 |
μ' επαρακίνα ογλήγορα καράβια ν' αρματώσω, | |
και με συντρόφους εκλεκτούς 'ς την Αίγυπτο να πλεύσω· | |
εννέα πλοί' αρμάτωσα, κ' ήλθε ο λαός με ζήλο· | |
κ' ημέραις έξι ολόκληραις έτρωγαν οι καλοί μου | |
σύντροφοι, και πολλά σφακτά τους έδιδα δικά μου, | 250 |
και να προσφέρουν των θεών και να χαρούν κ' εκείνοι. | |
την έβδομη ανεβήκαμε, και απ' την πλατεία Κρήτη | |
επλέαμεν, ως ο Βορηάς σφοδρός, λαμπρός εφύσα, | |
ως με το ρεύμα κυλητά· καράβι δεν μου εβλάφθη | |
κανέν', αλλ' εκαθόμασθεν γεροί φαιδροί 'ς τα πλοία, | 255 |
και τα ωδηγούσ' ο άνεμος ομού και οι κυβερνήταις. | |
την πέμπτ' ημέρα 'ς το βαθύ του Αιγύπτου το ποτάμι | |
φθάσαμε, και 'ς το ρεύμα του τα κυρτωμένα πλοία | |
έστησα· και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων | |
σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, | 260 |
και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρου· | |
κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν άκουσαν της ψυχής των, | |
και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων, | |
παίρναν τα γυναικόπαιδα, κ' εφόνευαν τους άνδραις. | |
κ' ευθύς εβγήκε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι, | 265 |
άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμα εφανήκαν, | |
και από πεζούς απ' άλογα και απ' του χαλκού την λάμψι | |
όλ' η πεδιάδα γέμισε· και ο χαιρεβρόντης Δίας | |
δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας | |
δεν τόλμησ', ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. | 270 |
τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, | |
άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν. | |
αλλά 'ς εμέ το νόημα τούτ' έπλασεν ο Δίας· | |
(άχ! είθε αυτού 'ς την Αίγυπτο να μ' είχε σβύσ' η μοίρα, | |
ότι κατόπι άλλο κακό με καρτερούσε ακόμα). | 275 |
την περικεφαλαία μου και την ασπίδα χάμου | |
έθεσα και τ' ακόντι μου, κ' επήγα εμπρός 'ς τ' αμάξι | |
του βασιληά, τα γόνατα τού φίλησα, κ' εκείνος | |
μ' ελέησε, μ' εφύλαξε, μ' εκάθισε 'ς τ' αμάξι, | |
και μ' έπαιρνε 'ς το σπίτι του 'ς τα δάκρυά μου πνιμμένον· | 280 |
και άνδρες μ' ακόντια πάμπολλοι χύνονταν ωργισμένοι | |
να με φονεύσουν, αλλ' αυτός μακράν τους εκρατούσε, | |
φοβούμενος μη του Διός την όργητα κινήση, | |
του ξενικού, 'που μάλιστα μισεί την ανομία. | |
έμεν' αυτού χρόνους επτά, και από τους Αιγυπτίους | 285 |
πολλά τότ' εθησαύρισα, ότι μου δίδαν όλοι· | |
αλλ' ότε ο χρόνος όκτατος 'ς τον κύκλο του μ' ευρήκε, | |
τότ' ήλθε κάποιος Φοίνικας, σοφός εις την απάτη, | |
πλάνος, πανούργος, 'που πολλούς ανθρώπους είχε βλάψει. | |
εκείνος με κατάφερε να πάμε 'ς την Φοινίκη, | 290 |
όπ' είχε και τα σπίτια του και όλα τα υπάρχοντά του. | |
αυτού χρόνον ολόκληρον έμεινα εγώ μαζή του· | |
αλλ' αφού οι μήνες διάβηκαν και η 'μέραις ετελειόναν, | |
κ' έκλειεν ο χρόνος, κ' έρχονταν 'ς τον κύκλο τους η ώραις, | |
μ' επήρε 'ς το καράβι του να πάμε 'ς την Λιβύη, | 295 |
ο δόλιος, τάχα το φορτιό να φέρω εγώ μαζή του, | |
και με σκοπόν ως φθάση εκεί να μ' ακριβοπουλήση. | |
εμπήκ', αν και τον νόησα, 'ς το πλοίο του εξ ανάγκης, | |
και αυτό μεσοπελάγιζε με τον σφοδρό Βορέα | |
πέραν της Κρήτης· και όλεθρο τους μελετούσε ο Δίας. | 300 |
αλλ' ότε οπίσω αφίναμε την Κρήτη, και καμμία | |
γη άλλη, μόνον ουρανός και θάλασσα εφαινόνταν, | |
σύννεφο μαύρον έστησεν ο Δίας 'ς το καράβι | |
επάνω, κ' εσκοτάδιασεν η θάλασσ' από κάτω. | |
σύγχρονα ο Δίας βρόντησε, κεραύνωσε το πλοίο· | 305 |
ολόβολο το ετίναξεν ο κεραυνός του Δία, | |
και θειάφη όλο το γέμισε· 'ς την άρμη πέσαν όλοι, | |
και 'ς το καράβι ολόγυρα, 'ς τα κύματα, ως κουρούναις. | |
έπλεαν· θεία θέλησι τους πήρε την πατρίδα. | |
αλλά 'ς εμέ τον άμοιρον ο ίδιος ο Κρονίδης | 310 |
ένα κατάρτι απέραντο του μαυροπλώρου πλοίου | |
'ς τα χέρια μέσα μώβαλε, την συμφορά να φύγω· | |
τ' αγκάλιασα, και μ' έπαιρναν μ' εκείν' η ανεμοζάλαις. | |
εννηά 'μέραις εφέρνομουν και την δεκάτη νύκτα | |
κύμα τρανό μ' εκύλησε 'ς των Θεσπρωτών την χώρα. | 315 |
αυτού μ' εδέχθη ο βασιληάς ο Φείδωνας γενναία· | |
ο υιός τ' ήλθε μ' εσήκωσε σβυμμένον απ' τον κόπο | |
και από την πάχνη, μ' έφερε 'ς το πατρικό παλάτι, | |
και με χλαμύδα μ' ένδυσεν εκείνος και χιτώνα. | |
. | |
Αυτού τότ' έλαβ' είδηοιν ω[ς] προς τον Οδυσσέα· | 320 |
τον είχε αυτός, ως έλεγεν, εγκαρδιακά ξενίσει, | |
όταν αυτούθε διάβαινε να γύρη 'ς την πατρίδα. | |
και μώδειξ' όσα κτήματα εσύναξ' ο Οσ[δ]υσσέας, | |
πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα και χρυσάφι, | |
'που αρκούσαν και την δέκατη να θρέψουν γενεά του· | 325 |
θησαυρούς τόσους είχε αυτός 'ς τα σπίτια του κυρίου. | |
και 'ς την Δωδώνην έλεγεν ότ' είχε αυτός περάσει, | |
απ' του θεού το υψηλό δρυ το θέλημα του Δία | |
ν' ακούση, αν ολοφάνερα ή απόκρυφα θα γύρη, | |
τόσους αφού 'λειψε καιρούς, εις την παχειάν Ιθάκη. | 330 |
κ' ενώ 'ς το σπίτι εσπόνδιζεν, ώμοσε αυτός εμπρός μου | |
ότι το πλοίο ρίχθηκε και οι σύντροφοι έτοιμ' ήσαν, | |
'που κείνον θα οδηγήσουσι 'ς την ποθητήν πατρίδα. | |
αλλ' έστειλ' εμέ πρότερον· τι Θεσπρωτών καράβι | |
έτυχε για τη κάρπιμο Δουλίχιο να κινήση. | 335 |
'ς τον βασιληά τον Άκαστο πιστά να μ' οδηγήσουν | |
τους είπε, αλλ' εβουλεύθηκαν αυτοί κακό 'ς εμένα, | |
όπως μεγάλη συμφορά και πάλι μ' απαντήση. | |
και ότε απ' την γην ευρίσκονταν μακράν πολύ το πλοίο, | |
εκείνοι ευθύς μ' ωργάνιζαν την δουλικήν ημέρα· | 340 |
απ'την χλαμύδα μ' έγδυσαν αυτοί και απ' τον χιτώνα, | |
και άλλο αποφόρι μ' ένδυσαν παμπάλαιο και χιτώνα, | |
κουρελιασμένη φορεσιά καθώς την βλέπεις τώρα· | |
και προς το εσπέρας έφθασαν'ς την ηλιακήν Ιθάκη. | |
και με σχοινί καλόπλεκτον αυτοί σφικτά μ' εδέσαν | 345 |
'ς το πλοίο το καλόστρωτο, και 'ς την στερηάν εβγήκαν | |
ογλήγορα κ' εδείπνησαν 'ς την άκρα της θαλάσσης. | |
αλλά τον κόμπον εύκολα οι αθάνατοι μου λύσαν, | |
κ' εσκέπασα την κεφαλήν εγώ με τ' αποφόρι, | |
απ' το πηδάλι εσύρθηκα, 'ς την θάλασσα το στήθος | 350 |
απόθωσα, και με τα δυο τα χέρια κολυμπώντας | |
'ς την γην ογλήγορ' έφθασα και ανάμερ' απ' εκείνους. | |
και ανέβηκα εις πολύανθο δάσος κ' εκεί κρυμμένος | |
έμενα, και αυτοί γύριζαν και βαρυαναστενάζαν. | |
αλλά δεν έκριναν καλόν παρέκει να ερευνήσουν, | 355 |
και πάλι οπίσω εβάδισαν προς το βαθύ καράβι. | |
ιδού το χέρι των θεών πώς μ' έκρυψεν ακόπως, | |
και εις την αυλή μ' ωδήγησεν ανδρός φρονιμωτάτου· | |
ότι να ήμαι εις την ζωήν η μοίρα θέλει ακόμη». | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· | 360 |
«Άμοιρε ξένε, μ' έθλιψαν τα παραδάρματά σου, | |
ένα προς ένα ως τα 'λεγες' μόνον απ' όλα μύθος | |
μου φάνηκε όσ' ανέφερες ως προς τον Οδυσσέα. | |
καϋμένε, τι να ψεύδεσαι; δεν έχω απ' άλλους χρεία | |
να μάθω αν 'ς την πατρίδα του θα γύρη ο κύριός μου. | 365 |
αχ! όλ' οι αθάνατοι από μιας, το ηξεύρω, τον μισήσαν, | |
και να σβυσθή δεν θέλησαν 'ς ταις φάλαγγαις των Τρώων, | |
ή, αφού 'πλεξε τον πόλεμον, εις ποθηταίς αγκάλαις. | |
τάφον τότ' οι Παναχαιοί θα σήκοναν εκείνου, | |
και δόξαν θα 'παιρνε λαμπρή ν' αφήση του παιδιού του. | 370 |
και τώρ' η Άρπυιαις άδοξα τον πήραν κ' εγώ μένω | |
'ς την χοιρομάνδραν έρημος· ουδέ ποτέ 'ς την πόλι | |
πηγαίνω, εξ' αν η φρόνιμη καλή με Πηνελόπη | |
να υπάγ', οπόταν κάπουθε της έρχεται αγγελία· | |
οι άλλοι 'ς τον ξένον κάθονται σιμά, και όλα εξετάζουν, | 375 |
και αυτοί, 'που κλαιν τον κύριον 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα, | |
και όσοι γελούν και απλέρωτα το βιο του καταλύουν· | |
αλλ' εγώ πλειά δεν ερωτώ κανέναν, απ' την ώρα | |
'π άνδρας με απάτησε Αιτωλός, που 'χε ανθρωποφονήσει, | |
και αφού πολύ πλανήθηκεν εις την καλύβα μ' ήλθε, | 380 |
και αδελφικά τον δέχθηκα· κ' έλεγε ότι τον είδε | |
'ς του Ιδομενέα τα δώματα, ς' την Κρήτη, να διορθόνη | |
τα συντριμμένα πλοία του· κ' έλεγε οπού το θέρος | |
θα φθάσ' ή το φθινόπωρο, τα πλούτη φορτωμένος, | |
με τους λαμπρούς συντρόφους του· και συ, θλιμμένε γέρε, | 385 |
η μοίρ' αφού 'δω σ' έφερε, με ψεύδη μη θελήσης | |
να μου κερδίσης την καρδιά· και όχι για τούτο θα 'χης | |
το σέβας, την αγάπη μου, αλλ' επειδή τρομάζω | |
τον ξένιον Δία και πολύ τα πάθη σου λυπούν με». | |
. | |
'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | 390 |
«Αχ! από μιας είν' άπιστη 'ς τα στήθη σου η καρδία· | |
εις τα χαμένα ωρκίσθηκα και δεν σε καταπείθω. | |
ρήτραν λοιπόν ας κάμουμε· και μάρτυρες ας ήναι | |
οι αθάνατοι όλοι επάνω μας, οι κάτοικοι του Ολύμπου. | |
'ς το δώμα τούτο αν αληθώς γυρίση ο κύριος σου, | 395 |
χλαμύδα τότε δόσε μου να βάλω και χιτώνα, | |
και 'ς το Δουλίχιο στείλε με, κει 'που η καρδιά μου θέλει· | |
και αν φανώ ψεύστης και ποσώς δεν γύρη ο κύριός σου, | |
τους δούλους βάλε από υψηλήν κορφή να με γκρεμίσουν, | |
όπως τρομάξη άλλος πτωχός 'ς το εξής να σ' απατήση». | 400 |
. | |
Και προς αυτόν απάντησεν ο θείος χοιροτρόφος· | |
«Ξένε, θα μ' έχουν ένδοξον πολύ κ' επαινεμμένον | |
και τώρα και μετέπειτα τα γένη των ανθρώπων, | |
αν, αφού 'ς την καλύβα μου σ' έχω φιλοξενήσει, | |
μ' άπονο χέρι εθέριζα την ποθητή ζωή σου. | 405 |
με ποια καρδιά θα πρόσφερνα κατόπι ευχαίς του Δία! | |
αλλά του δείπνου είναι καιρός· οι σύντροφοι να εμπαίναν | |
γλήγορα, ο δείπνος ο καλός να γείνη 'ς την καλύβα». | |
. | |
Κ' ενώ 'μιλούσαν, έφθαναν οι χοίροι και οι βοσκοί τους· | |
τους έκλεισαν να κοιμηθούν 'ς τα μαθημένα μέρη, | 410 |
και φοβερός έβγαινε αχός των χοίρων 'που εμανδρίζαν. | |
και τους συντρόφους πρόσταξεν ο θείος χειροτρόφος· | |
«Διαλέξετε και φέρετε τον κάλλιον απ' τους χοίρους, | |
του ξένου, 'που 'λθε από μακρυά, γι' αγάπη να τον σφάξω, | |
και θα καλοπεράσουμε κ' εμείς, 'που ολοκαιρής μας | 415 |
κακοπαθούμεν αφορμής των λευκοδόντων χοίρων, | |
και απλέρωτα τον κόπο μας τον καταφθείρουν άλλοι». | |
. | |
Αυτά' πε και ξύλα 'σχισε με την σκληρήν αξίνα· | |
χοίρον αυτοί παχύτατον, πεντάχρονον, εφέραν | |
εις την γωνίστρα· τους θεούς ο δίκαιος χοιροτρόφος | 420 |
δεν λησμονούσε· αλλ' έρριξε της κεφαλής του χοίρου | |
ταις τρίχαις απαρχή 'ς το πυρ· και των θεών ευχόνταν | |
'ς το σπίτι του ο πολύνοος να φθάσ' ο Οδυσσέας. | |
του δένδρου έπειτ' απόκομμα, 'π' ως έσχιζ' είχε αφήσει, | |
σήκωσε και τον κτύπησε, και ο χοίρος ενεκρώθη· | 425 |
οι άλλοι τον σφάξαν κ' έκοψαν, αφού τον καψαλίσαν, | |
και από τα μέλη όλ' απαρχαίς επήρε ο χοιροτρόφος, | |
και εις το κνισάρι τα 'βαλεν ωμά· κατόπιν όλα | |
επάνωθε τ' αλεύρωσε και τα 'ριξε 'ς την φλόγα· | |
και τ' άλλα εκείνοι ελιάνισαν, τα σούβλισαν και ωραία | 430 |
τα ψήσαν, τα ξεσούβλισαν και όλα μαζή τα φέραν | |
εις τα κρεατοσάνιδα· και άρχισε ο χοιροτρόφος | |
οπού τα δίκαια γνώριζεν, ορθός να τα μεράζη. | |
'ς επτά μέρη τα χώρισε· μ' ευχαίς επρόσφερ' ένα | |
των Νυμφών άμα και του Ερμή, 'που γέννησεν η Μαία· | 435 |
τ' άλλα εις καθέναν μέρασεν· αλλά τον Οδυσσέα | |
με ολόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του χοίρου, | |
και την ψυχήν εφαίδρυνε με τούτο του κυρίου. | |
τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν ωμίλησ' Οδυσσέας· | |
«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε, ο πατέρας Δίας, | 440 |
αφού τον άμοιρον εμέ τιμάς με τέτοια δώρα». | |
. | |
Κ' Εύμαιε, συ του απάντησες· «Τρώγε, θαυμάσιε ξένε, | |
και τούτα χαίρου τα καλά· και ο θεός δίδει το 'να, | |
αρνείται τ' άλλ', ως βούλεται, ότ' ημπορεί τα πάντα». | |
. | |
Αυτά 'πε και ταις απαρχαίς θεών των αιωνίων | 445 |
έκαυσε, και αφού σπόνδισεν έβαλε το ποτήρι | |
γεμάτο από λαμπρό κρασί 'ς τα χέρια του Οδυσσέα | |
του πορθητή, που κάθονταν σιμά 'ς το μερτικό του. | |
τά[ο]ν άρτον ο Μεσαύλιος τους μέραζε, οπού δούλον | |
απ' τους Ταφίους είχε τον ο Εύμαιος αποκτήσει, | 450 |
ο κύριός του εν ώ 'λειπε, με κτήματα δικά του, | |
μόνος του και όχ' η δέσποινα ή ο γέρος ο Λαέρτης. | |
και άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που ' χαν εμπρός τους. | |
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, | |
κ' εσήκωσ' ο Μεσαύλιος τον άρτον, χορτασμένοι | 455 |
απ' άρτον και από κρέατα, κινούνταν να πλαγιάσουν. | |
. | |
Άφεγγ' η νύκτ' ήλθε κακή, και όλ' έβρεχεν ο Δίας, | |
και πάντοτ' υγρός Ζέφυρος ολονυκτής εφύσα. | |
τότε ομιλώντας τον βοσκόν δοκίμαζ' ο Οδυσσέας, | |
αν, όπως τον αγάπησε, θα του 'διδε μιαν χλαίνα | 460 |
δική του, ή καν θα πρόσταζε εις έναν των συντρόφων· | |
«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσατέ με· | |
λόγον θα ειπώ περήφανον τι το κρασί με σπρώχνει, | |
'που και τον γνωστικώτερον τρελλαίνει, και κινάει | |
να ψάλνη, να γελοκοπά, και να πηδοχορεύη, | 465 |
και γεννά λόγον 'π' άλεκτος άμποτε να 'χε μείνει. | |
αλλ', αφού το ξεστόμισα δεν θα το κρύψω πλέον. | |
αχ! την νεότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, | |
ότε καρτέρι, εστήναμε 'ς την Τροίαν αποκάτω. | |
ο Ατρείδης ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας | 470 |
εστρατηγούσαν και αρχηγόν επήραν εμέ τρίτον. | |
και ότε 'ς την πόλι φθάσαμε και 'ς το υψηλό της τείχος, | |
αυτού τριγύρω 'ς τα πυκνά χαμόδενδρα, ς' του βάλτου | |
ταις καλαμιαίς, κειτόμαστε, ς' τα όπλα μας κρυμμένοι. | |
και η νύκτα, αυτού μας εύρηκεν, ως έπεσε ο Βορέας, | 475 |
κακή, με πάγο, κ' έρριχνε χιόνι, ως την πάχνη κρύο, | |
ώστε κρουστάλλι ολόγυρα κολλούσε εις ταις ασπίδαις. | |
και όλ' είχαν τους χιτώναις τους οι άλλοι και ταις χλαίναις, | |
και αναπαυόνταν ήσυχοι κάτω από ταις ασπίδαις. | |
αλλ' εγώ των συντρόφων μου την χλαίνα μ' είχ' αφήσει, | 480 |
ο αστόχαστος, όπ' έλεγα 'που δεν θα ξεπαγιάσω· | |
μόνον το ζώσμα το λαμπρό και την ασπίδα επήρα. | |
αλλά 'ς το τρίτο της νυκτός μέρος, 'που τ' άστρα κλίνουν, | |
με τον αγκώνα εκίνησα εγώ τον Οδυσσέα, | |
'που 'χα σιμά μου· προσοχή μου 'δωκ' ευθύς εκείνος· | 485 |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, | |
νεκρόν 'ς ολίγο θα με ιδής· τι με νικά το κρύο. | |
χλαίναν δεν έχω· και ο θεός μ' εγέλασε να μείνω | |
με τον χιτώνα· τώρα πλειά πώς θα σωθώ δεν βλέπω». | |
και εν ώ 'λεγα, τον στοχασμόν τούτον 'ς το νου του ευρήκε | 490 |
αυτός, όπ' ήταν θαυμαστός 'ς την σκέψι και 'ς την μάχη· | |
και με λεπτότατη φωνή μου είπε· «σίγα τώρα, | |
μη κάποιος των Αχαιών σ' ακούση»· και κατόπι | |
εις τον αγκώνα στήριξε την κεφαλή του κ' είπε· | |
«ω φίλοι, ακούτ'· ο όνειρος 'ς τον ύπνο μου 'λθε ο θείος· | 495 |
από τα πλοία βγήκαμε μακράν πολύ· και ας πάη | |
κάποιος του Αγαμέμνονα να ειπή του πολεμάρχου, | |
στράτευμα περισσότερον να στείλη απ' τα καράβια». | |
Είπε, κ' ευθύς ο Θόαντας σηκώθ' ο Ανδραιμονίδης, | |
και την πορφυρή χλαίνα του πετώντας, εις τα πλοία | 500 |
έτρεξε· κ' εγώ πρόσχαρος μέσα 'ς το φόρεμά του | |
πλάγιαζα, κ' η χρυσόθρηνη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη· | |
τώρ' αχ! την νειότη να' χα εγώ και όσην τότ' είχ' ανδρεία, | |
και 'ς τα μανδριά θα μώδινε κάποιος βοσκός μιαν χλαίνα, | |
γι' αγάπη και για σεβασμόν προς άνδρα επαινεμμένον· | 505 |
αλλ' αψηφούν με, ότι θωρούν 'που 'μαι κακοενδυμένος». | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· | |
«Ω γέροντ', αξιόλογη παραβολή μας είπες, | |
και ο λόγος σου είναι τακτικός και ωφέλεια θα σου φέρη· | |
ότι θα λάβης φόρεμα και ό,τι άλλο δίκαιον είναι | 510 |
να λάβη, οπού προσέρχεται, πολύθλιβος ικέτης, | |
τώρα· πλην άμα φέξ' η αυγή τα ράκη σου θα βάλης, | |
ότι αλλαξιαίς δεν έχουμε χιτώνων και χλαμύδων | |
εδώ πολλαίς, αλλ' ο καθείς δεν έχ' ή μόνον μία. | |
αλλ' όταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, | 515 |
θέλει σ' ενδύση τότε αυτός χλαμύδα και χιτώνα, | |
και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση». | |
. | |
Αυτά 'πε κ' εσηκώθηκε, και του 'στρωσε την κλίνη | |
'ς την στιά πλησίον μέ γιδιών τομάρια και προβάτων. | |
και άμ' ο Οδυσσέας πλάγιασε, τον σκέπασε με χλαίνα | 520 |
χοντρή, μεγάλη, 'που 'χε αυτός δεύτερη φυλλαμένη, | |
και την φορούσεν εις καιρόν βαρειάς χειμωνοζάλης. | |
. | |
Ο Οδυσσέας τότε αυτού κοιμήθη και οι ποιμένες | |
'ς το πλάγι του εκοιμήθηκαν· όμως ο χοιροτρόφος | |
να κοιμηθή δεν έστερξεν αυτού μακράν των χοίρων, | 525 |
αλλ' αρματόνονταν να βγη· κ' έχαιρεν ο Οδυσσέας | |
ότι 'ς την απουσία του πονούσε για το βιο του. | |
πρώτ' απ' τους ώμους τους τρανούς εκρέμασε το ξίφος· | |
χλαμύδα εφόρεσε χοντρή, προφυλακή του ανέμου, | |
έβαλ' επάνω μαλλωτήν παχειού μεγάλου τράγου· | 530 |
και ακόντι πήρε σουβλερό, διώκτην ανδρών και σκύλων, | |
και να πλαγιάση εκίνησεν, οι χοίροι οπού κοιμώνταν, | |
κάτω από πέτραν θολωτήν, οπού ο Βορηάς δεν πιάνει. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Ο | |
. | |
. | |
. | |
Κ' η Αθήνη 'ς την πλατύχωρη την Λακεδαίμον' ήλθε, | |
να συμβουλεύση τον λαμπρόν υιόν του μεγαθύμου | |
του Οδυσσέα γλήγορα να υπάγη 'ς την πατρίδα. | |
κ' ηύρηκε τον Τηλέμαχο και ομού τον Νεστορίδη, | |
'που επλάγιαζαν 'ς τον πρόδομο του ενδόξου Μενελάου· | 5 |
του Νέστορα ο λαμπρός υιός τότ' εγλυκοκοιμώνταν, | |
αλλ' όχι και ο Τηλέμαχος· άγρυπνον τον κρατούσε, | |
την θεία νύκτα ολόκληρην, η έννοια του πατρός του. | |
σιμά του εστάθη κ' είπε του η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
. | |
Τηλέμαχε, δεν είναι πλειά καλό μακρυά να μένης | 10 |
από το σπίτι, όπ' άφησες το βιο σου, κ' έχεις μέσα | |
ανθρώπους τόσο υβριστικούς, μη μοιρασθούν και φάγουν | |
όλο το βιο σου και σου 'βγη χαμένο το ταξείδι. | |
ζήτησ' ευθύς τον μαχητή Μενέλαο να σε στείλη, | |
όπως 'ς το σπίτι ακόμη ευρής την άψεγη μητέρα. | 15 |
της λέγ' ήδη ο πατέρας της, της λέγουν οι αδελφοί της, | |
να πάρη τον Ευρύμαχον, απ' όλους τους μνηστήραις | |
εις τ' αντιπροίκια νίκησε και 'ς τα περισσά δώρα. | |
μην άβουλά σου θησαυρό σου πάρη αυτή μαζή της· | |
ότι γνωρίζεις την ψυχή της γυνακός πώς είναι· | 20 |
του ανδρός οπού την νυμφευθή το σπίτι αυτή θ' αυξήση, | |
του πρώτου γάμου τα παιδιά και τον απεθαμένον | |
γλυκόν της άνδρα λησμονεί, 'ς τον νου της δεν τους έχει. | |
αλλ' άμα φθάσης φρόντισε να εμπιστευθής τα πάντα | |
εις όποιαν απ' ταις δούλαις σου χρηστότερην συ κρίνης, | 25 |
ως ότου νύμφην οι θεοί λαμπρήν σου φανερώσουν. | |
και λόγον άλλον θα σου ειπώ και βάλε τον 'ς τον νου σου· | |
καρτέρι σώχουν έτοιμον οι πρόκριτοι μνηστήρες, | |
εις της Ιθάκης το στενό και της τραχείας Σάμου, | |
όπως σου πάρουν την ζωή πριν φθάσης 'ς την πατρίδα· | 30 |
δύσκολο το 'χω, και, θαρρώ, το χώμα θ' αγκαλιάση | |
πολλούς μνηστήραις απ' αυτούς, οπού το βιο σου φθείρουν. | |
αλλά μακράν απ' τα νησιά συ κράτει το καράβι, | |
και νύκτ' ακόμη αρμένιζε· και πρύμον θα σου στείλη | |
εκείνος από τους θεούς που σε φυλά και σώζει. | 35 |
και 'ς της Ιθάκης άμα συ την πρώτην άκρη φθάσης, | |
'ς την πόλι τους συντρόφους σου προβόδα με το πλοίο· | |
και πρώτ' απ' όλα συ θα πας να ευρής τον χοιροτρόφο, | |
'που επιστατεί τους χοίρους σου και σ' έχει 'ς την καρδιά του. | |
αυτού την νύκτα πέρασε, και στείλε τον 'ς την πόλι, | 40 |
την είδησι της φρόνιμης να φέρη Πηνελόπης, | |
οπού της σώζεσ' άβλαπτος και από την Πύλον ήλθες». | |
. | |
Αυτά 'πε και 'ς τον Όλυμπο τον υψηλόν ανέβη· | |
και απ' την γλυκειά του ανάπαυσι τον Νεστορίδη εκείνος | |
σήκωσε, με το πόδι του κινώντας τον, και του 'πε· | 45 |
«Νεστορίδη Πεισίστρατε, σήκω, 'ς τ' αμάξι ζέψε | |
τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμ' ευθύς δρόμο». | |
. | |
Τότε ο Πεισίστρατος 'ς αυτόν αντείπε ο Νεστορίδης· | |
«Τηλέμαχε, δεν γίνεται, και αν το ταξείδι βιάζει, | |
νύκτα να ταξειδεύουμε· και ογλήγορα θα φέξη· | 50 |
αλλά να μείνης ως οπού 'ς τ' αμάξι να σου βάλη | |
τα δώρα ο λαμπρός ήρωας Μενέλαος Ατρείδης, | |
και με λόγια γλυκύτατα να σ' αποχαιρετήση· | |
τι απ' όσους τον φιλοξενούν, επί ζωής του ο ξένος | |
κείνον θυμάται όπ' έδειξεν εγκάρδια την αγάπη». | 55 |
. | |
Αυτά 'πε και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη· | |
κ' ήλθε 'ς αυτούς ο μαχητής Μενέλαος 'που 'χε αφήσει | |
την κλίνην, οπού επλάγιαζε και η λαμπροκόμη Ελένη. | |
τον είδ' ο περιπόθητος υιός του Οδυσσέα· | |
με βία τον ολόλαμπρον χιτώνα ευθύς ενδύθη, | 60 |
το μέγα φόρεμ' έρριξεν εις τους ανδρείους ώμους | |
ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, | |
ο ήρωας Τηλέμαχος, κ' εβγήκε, κ' είπ' εκείνου· | |
«Μενέλαε διόθρεπτε, Ατρείδη βασιλέα, | |
είν' ώρα 'ς την γλυκειά μου πατρίδα να με στείλης· | 65 |
ότ' ήδη ολόψυχα ποθώ να ιδώ τα γονικά μου». | |
. | |
Εκείνου τότε ο μαχητής Μενέλαος απαντούσε· | |
«Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δεν θέλω, | |
αν την πατρίδα σου ποθείς· τον άνδρα κατακρίνω | |
εκείνον, οπού περισσή 'ς τους ξένους έχει αγάπη, | 70 |
ή μίσος έχει περισσό· καλ' είναι 'ς όλα η τάξι. | |
κακό να λες του ξένου σου να φύγη, αν δεν το θέλη· | |
πάλι κακό να τον κρατής, να φύγη αν έχη βία. | |
τον ξένον, 'πώχεις, ν' αγαπάς, και, αν θέλη, απόπεμπέ τον. | |
μείνε συ μόνον ως να ιδής 'ς τ' αμάξι εγώ να θέσω | 75 |
τα ωραία δώρα και να ειπώ των γυναικών 'ς το σπίτι | |
μ' αυτά, 'που ευρίσκοντ' άφθονα, τραπέζι να ετοιμάσουν· | |
δόξα και λάμψι και όφελος απολαμβάνει ο ξένος, | |
αν γευματίση πριν εβγή 'ς απέραντο ταξείδι. | |
και, αν 'ς την Ελλάδα βούλεσαι και 'ς τ' Άργος μέσα νά 'βγης, | 80 |
ειπέ το, να μ' έχης σιμά και να σου ζέψω αμάξι, | |
κ' εγώ σου γίνομαι οδηγός 'ς ταις χώραις των ανθρώπων· | |
θα ιδής 'που εμάς αδώρητα κανείς δεν θ' αποπέμψη, | |
και η τρίποδα καλόχαλκον ή λέβητα ή ζευγάρι | |
μουλάρια θέλει λάβουμεν ή ολόχρυσο ποτήρι». | 85 |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος· Ατρείδη βασιλέα, | |
Μενέλαε διόθρεπτε, 'ς τα γονικά μου τώρα | |
ήδη να υπάγω βούλομαι, ότι δεν έχ' οπίσω | |
αφήσει της ουσίας μου κανέναν επιστάτη· | |
μη χαθώ εγώ, κει 'που ζητώ τον θείον μου πατέρα, | 90 |
ή μου χαθή πολύτιμο κειμήλιο από το σπίτι». | |
. | |
Και ο μαχητής Μενέλαος, άμ' άκουσε τον λόγο, | |
την σύντροφο παράγγειλεν ευθύς και ταις γυναίκαις, | |
απ' όσα ευρίσκοντ' άφθονα τραπέζι να ετοιμάσουν, | |
και ο Βοηθοίδης έφθασεν Ετεωνέας μόλις | 95 |
εγέρθη, ότι όχι μακράν του Ατρείδη εκατοικούσε. | |
και ο μαχητής Μενέλαος του 'πε φωτιά ν' ανάψη, | |
και κρέατα να ψήση ευθύς· και υπάκουσεν εκείνος. | |
ς τον μυροβόλον θάλαμον κατέβη ωστόσ' ο Ατρείδης, | |
κ' η Ελέν' ήταν κατόπι του και ο υιός του Μεγαπένθης. | 100 |
και ότ' ήλθαν οπού οι θησαυροί εμέναν φυλαμμένοι, | |
ένα ποτήρι δίκουπον επήρ' ο Ατρείδης κ' είπε | |
έναν κρατήρα ολάργυρον να φέρη ο Μεγαπένθης. | |
η Ελένη τότ' εσίμωσε 'ς τ' αρμάρια της, 'που μέσα | |
πέπλ' ήσαν ολοπλούμιστοι, τους είχε κάμει εκείνη. | 105 |
έναν εσήκωσε απ' αυτούς η Ελένη, γυνή θεία, | |
απ' όλους τον πλατύτερον κ' εξαίσια κεντημένον, | |
που ωσάν αστέρας έλαμπε· και κάτω απ' όλους ήταν. | |
κ' έφθασαν 'ς τον Τηλέμαχον αφού διαβήκαν όλα | |
τα δώματα· τότε ο ξανθός Μενέλαος είπ' εκείνου· | 110 |
«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας, | |
Τηλέμαχ', ως επιθυμείς, να φθάσης 'ς την πατρίδα. | |
και απ' όσ' έχω 'ς το σπίτι μου θησαυρισμένα δώρα, | |
πανεύμορφο πολύτιμο θα σου φιλοδωρήσω· | |
κρατήρα κολοκάμωτον θε να σου δώσ', όπ' όλος | 115 |
είν' αργυρός, κ' επάνωθε με χρυσωμένα χείλη, | |
έργον του Ηφαίστου· ο Φαίδιμος ήρωας, των Σιδονίων | |
ο βασιληάς, μου το 'δωκε, 'ς την σκέπη του ότ' ευρέθην | |
διαβάτης 'ς την επιστροφή· και συ να το' χης θέλω». | |
. | |
Αυτά 'πε και το δίκουπο του εγχείρισε ποτήρι | 120 |
ο ήρωας Ατρείδης^ κ' έφερε και απόθωσ' έμπροσθέν του | |
τον σπιθοβόλον αργυρόν κρατήρα ο Μεγαπένθης· | |
κ' η Ελέν' η ευμορφοπρόσωπη τότ' ήλθε με τον πέπλο | |
'ς τα χέρια κ' είπε· «Τέκνο μου, τούτο κ' εγώ το δώρο | |
από τα χέρια θύμημα σου δίδω της Ελένης, | 125 |
να το 'χης 'ς την ποθούμενη των γάμων σου την ώρα, | |
η νύμφη σου να το φορή· και ως τότ' η αγαπητή σου | |
μητέρα σπίτι ας το φυλά· και συ χαίρε μου και άμε | |
'ς το δώμα το καλόκτιστο, 'ς την γη την πατρική σου». | |
. | |
Είπε, τον πέπλο του 'δωσε· τον δέχθη αυτός κ' εχάρη· | 130 |
και όλα τα επήρε κ' έθεσεν ο ήρωας Νεστορίδης | |
εις τ' αμαξιού τον κάλαθο, κ' εθαύμασε τα δώρα. | |
τότε ο ξανθός Μενέλαος 'ς το δώμα τους ωδήγα· | |
και εις ταις καθήκλαις, 'ς τα θρονιά, καθήσαν όλοι αράδα. | |
και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην | 135 |
ωραίον χύνει ολόχρυσον 'ς ολάργυρη λεκάνη, · | |
για να νιφθούν κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους· | |
και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, | |
και απ' όσα φαγιά φύλαγε περίσσα τους προσφέρει, | |
έκοπτε και όλα εμέραζε τα κρέατ' ο Βοηθοίδης, | 140 |
και τους κερνούσεν ο υιός του ενδόξου Μενελάου. | |
άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους· | |
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, | |
ευθύς τότε ο Τηλέμαχος και ο λαμπρός Νεστορίδης | |
έζεψαν, και άμ' ανέβηκαν εις τ' εύμορφον αμάξι | 145 |
τα πρόθυρα, την αίθουσα την βροντερήν, αφήκαν. | |
κατόπιν ήλθεν ο ξανθός Μενέλαος Ατρείδης, | |
κ' είχε κρασί γλυκύτατο 'ς ολόχρυσο ποτήρι | |
'ς το δεξί χέρι του, λοιβαίς να κάμουν πριν κινήσουν. | |
και ολόρθος εις τ' αμάξι εμπρός επρόπιε κ' είπε· «Ω νέοι, | 150 |
χαίρετε, και του Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων, | |
το χαίρε ειπήτε· ότι 'ς εμέ γλυκός ήταν πατέρας, | |
όσον επολεμούσαμεν οι Αχαιοί 'ς την Τροία». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | |
«Διόθρεπτε, άμα φθάσουμε, θε να τα ειπούμ' εκείνου | 155 |
όπως τα λέγεις· άμποτε παρόμοια 'ς την Ιθάκη | |
να φθάσω, και 'ς το σπίτι μου να ευρώ τον Οδυσσέα, | |
πόσο μ' αγάπησες να ειπώ και πως εδώθε φθάνω | |
και πολλούς φέρω θησαυρούς, λαμπρά δικά σου δώρα». | |
. | |
Και άμ' είπε τούτο ιδού πουλί επέταξε δεξιά του, | 160 |
αετός, που 'χε 'ς τα νύχια του λευκή χήνα μεγάλη, | |
ήμερη μέσ' απ' την αυλή· και με φωναίς κατόπι | |
γυναίκες και άνδρες έτρεχαν· κ' εκείνο εμπρός 'ς τ' αμάξι | |
δεξιά των νέων πέρασε σιμά πτεροκοπώντας. | |
είδαν κ' εχάρηκαν αυτοί· και όλοι χαρά το πήραν· | 165 |
τότ' είπεν ο Πεισίστρατος· «Μεγάλε βασιλέα, | |
Μενέλαε διόθρεπτε, συ σκέψου αν το σημάδι | |
τούτ' έδειξ' ο θεός 'ς εμάς ή προς τον εαυτόν σου». | |
. | |
Είπε, και ο αρηίφιλος Μενέλαος μεριμνούσε, | |
αφού νοήση αλάθευτα, να του το ξεδιαλύνη· | 170 |
τον πρόλαβ' η μακρόπεπλη Ελένη κ' ευθύς είπε· | |
«Ακούτε το προμάντευμα, 'που τώρα 'ς την καρδία | |
μου βάζουν οι αθάνατοι και ν' αληθεύση ελπίζω. | |
την χήν' ως τούτος άρπαξε την σπιτοαναστημένην, | |
και απ' τ' όρος ήλθ', οπού φωλειά και γένος έχει, —ομοίως | 175 |
ο Οδυσσέας σπίτι του θε να 'λθη, αφού 'ς τα ξένα | |
πλανήθη και πολλά 'παθε, κ' εκδίκησι θα πάρη· | |
μην έφθασ' ήδη και κακά φυτεύει των μνηστήρων». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε· | |
«Να δώση ο Δίας, σύζυγος βαρύκτυπος της Ήρας· | 180 |
και τότ' ευχαίς ωσάν θεάς κ' εκεί θα σου προσφέρω». | |
. | |
Αυτά 'πε κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, κ' εκείνα | |
με ορμή την πόλιν έσχισαν κ' εχύθηκαν 'ς το σιάδι· | |
και ολήμερ' έσειαν τον ζυγό 'ς το 'να και 'ς τ' άλλο πλάγι, | |
και ο ήλιος άμ' εβύθισε και ισκιάζαν όλ' οι δρόμοι, | 185 |
εις ταις Φηραίς εσταθήκαν, 'ς το δώμα του Διοκλέα, | |
τον είχ' ο Ορσίλοχος υιόν και ο Αλφειός εγγόνι· | |
εκεί ξενύκτησαν και αυτός φιλόξενα τους δέχθη. | |
εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ, του όρθρου κόρη, | |
κ' έζεψαν, και άμα ανέβηκαν 'ς το υπέρλαμπρον αμάξι, | 190 |
τα πρόθυρα, την αίθουσαν την βροντερήν, αφήκαν· | |
κ' ευθύς τ' άλογα ερράβδισε, 'που πρόθυμα επετάξαν. | |
κ' εκείνοι ογλήγορ' έφθασαν εις την υψηλήν Πύλο· | |
τότ' είπεν ο Τηλέμαχος· «Γλυκέ μου Νεστορίδη, | |
να κάμης τάχα θα 'στεργες αυτό 'που θα ζητήσω; | 195 |
μας έβαλ' εις παντοτεινό δεσμό φιλοξενίας | |
η αγάπη των πατέρων μας· μας δέν' η ομηλικία, | |
και το ταξείδι αυτό βαθειά ταις γνώμαις μας θα ενώση. | |
μη προσπεράς, διόθρεπτε, το πλοίο, και άφησέ με | |
εδώ, μήπως 'ς το σπίτι του ο γέρος με κρατήση | 200 |
να με φιλεύση, και πολύ βιάζομ' εγώ να φθάσω». | |
. | |
Αυτά 'πε· τότε μόνος του εσκέφθη ο Νεστορίδης | |
πώς θα 'στεργε και θα 'καμνεν, ως πρέπει, ό,τ' είπ' εκείνος. | |
και ιδού τι συμφερώτερον ηύρεν απ' όλα ο νους του. | |
'ς το πλοίο τ' άλογά 'στρεψεν, εις τ' ακρογιάλι, και όλα | 205 |
τα ωραία δώρα εσήκωσε και τα 'θέσε 'ς την πρύμνη, | |
τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που του 'δωσεν ο Ατρείδης· | |
κ' ευθύς τον εσυμβούλευσε με λόγια πτερωμένα· | |
«Συ τώρ' αναίβα με σπουδή κ' ειπέ και των συντρόφων, | |
πριν εγώ φθάσω σπίτι μου και όλα τα μάθη ο γέρος. | 210 |
ότ' η καρδία μου και ο νους τούτο καλά γνωρίζουν· | |
ως είναι αυτός αράθυμος, δεν θα σ' αφήση, θα 'λθη | |
να σε καλέση, και άπρακτος, θαρρώ, δεν θα γυρίση. | |
και, μ' όσα ειπής, ακράτητος θε να 'ναι 'ς τον θυμό του». | |
. | |
Και άμ' είπε τα καλότριχα τ' άλογα ευθύς ραβδίζει | 215 |
κατά την Πύλο, κ' έφθασε γοργά 'ς τα γονικά του. | |
επρόσταξε ο Τηλέμαχος ωστόσο τους συντρόφους· | |
«Τ' άρμενα εις τάξι θέσετε, φίλοι, 'ς το μαύρο πλοίο, | |
και ας αναιβαίνουμε κ' εμείς, να πάρουμ' ευθύς δρόμο». | |
. | |
Είπε κ' εκείνοι υπάκουσαν αμέσως 'ς την φωνή του· | 220 |
κ' εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις. | |
. | |
Τούτα ενεργούσε κ' εύχονταν, και αυτού κοντά 'ς την πρύμνη | |
θυσίαζε της Αθηνάς· κ' ήλθε σιμά του ξένος | |
'που απ' τ' Άργος εξορίζονταν, όπ' είχε ανδροφονήσει, | |
μάντης· απ' τον Μελάμποδα το γένος αυτός είχε, | 225 |
κείνον, 'που, πριν εγκάτοικος 'ς την αρνοθρέπτα Πύλο, | |
πλούτ' είχε μύρια, και υψηλά παλάτια κατοικούσε· | |
κ' έπειτα εξενιτεύθηκε να φύγη απ' τον Νηλέα, | |
άνδρα γενναίον ένδοξον, παρ' όσους είχε ο κόσμος, | |
'που χρόνον όλον θησαυρούς του εκράτει με την βία, | 230 |
ενώ 'κείνος 'ς τα μέγαρα κλεισμένος του Φυλάκου | |
βασανιζόνταν 'ς άλυτα δεσμά· και του Νηλέα | |
η κόρη εκεί τον έφερε και η τύφλωσ' η βαρεία, | |
'που 'ς τον νου του 'βαλ' η Εριννύς θεά φοβερωτάτη. | |
και όμως εσώθη κ' έσυρε 'ς την Πύλο απ' την Φυλάκη | 235 |
τους ταύρους, κ' εκδικήθηκε τον θεϊκόν Νηλέα | |
την ανομία, κ' έφερεν εις τον αυτάδελφόν του | |
την νύμφην εις τα σπίτια του· και αυτός εξενιτεύθη | |
'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητον ότ' ήθελεν η μοίρα | |
εκεί να μένη και πολλών να βασιλεύη Αργείων. | 240 |
αυτού νυμφεύθη κ' έστησε δώμα υψηλό, και δύο | |
ανδρεία τέκνα εγέννησε, Μάντιον και Αντιφάτην· | |
τον μεγαλόψυχον Οικλή εγέννησ' ο Αντιφάτης· | |
ο Οικλής τον Αμφιάραον, εγέρτην των ανδρείων, | |
αυτόν, που υπεραγάπησαν ο αιγιδοφόρος Δίας | 245 |
και ο Φοίβος· πλην δεν έφθασε 'ς του γήρατος την θύρα, | |
αλλά 'ς ταις Θήβαις χάθηκεν απ' τα γυναίκεια δώρα· | |
ο Αλκμαίωνας, και ο Αμφίλοχος εκείνου τέκνα εμείναν· | |
και ο Μάντιος δύο γέννησε, Κλείτον και Πολυφείδη. | |
τον Κλείτον η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τους αθανάτους | 250 |
έφερε για το κάλλος του· τον Πολυφείδη μάντην | |
έκαμε ο Φοίβος έξοχον, και όμοιον δεν είχε ο κόσμος, | |
αφού τον Αμφιάραον ο θάνατος επήρε. | |
χολώθη εκείνος του πατρός, και 'ς την Υπερησία | |
ξενίτευσε, κ' εμάντευε 'ς τα γένη των ανθρώπων. | 255 |
. | |
Ο υιός εκείνου, τ' όνομα Θεοκλύμενος, τότ' ήλθε | |
εις τον Τηλέμαχο κοντά· κ’ εύρισκε αυτόν 'ς την ώρα | |
οπ' εύχονταν κ' εσπόνδιζε σιμά 'ς το μαύρο πλοίο· | |
κ' ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | |
«Ω φίλε, αφού 'δω σ' εύρηκα 'ς την ώρα της θυσίας, | 260 |
καλόδεκτη προς τον θεόν να γείν' η προσφορά σου· | |
και την ζωή σου να χαρής και των συντρόφων όλων, | |
'ς το ερώτημά μου απάντησε και τίποτε μη κρύψης. | |
ποιος είσαι; ποιο το γένος σου; πού η πόλις και οι γονείς σου;» | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | 265 |
«Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με· | |
απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα, | |
άν ποτ' εζούσε· τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος. | |
για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα, | |
φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργεί 'ς τα ξένα». | 270 |
. | |
Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου· | |
«Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει | |
εντόπιον· κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του | |
'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι. | |
αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω | 275 |
ζορίζομαι, ως μου μέλλονταν 'ς τον κόσμο να πλανώμαι. | |
εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε με 'ς το πλοίο, | |
μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | |
«Δεν θα σε διώξω αν θ' αναιβής 'ς το ισόπλευρο καράβι· | 280 |
αναίβα και μ' όσ' έχουμεν εκεί θα σε ξενίσω». | |
. | |
Είπε και από τα χέρι του το χάλκινο κοντάρι | |
πήρε και δίπλα το 'θεσεν εις το κυρτό καράβι· | |
εις το καράβι ανέβη αυτός κ' εκάθισε 'ς την πρύμνη, | |
κ' έβαλε τον Θεοκλύμενο σιμά του να καθίση. | 285 |
ωστόσο τα πρυμόσχοινα οι σύντροφοι του ελύσαν· | |
τους πρόσταζε ο Τηλέμαχος να πιάσουν τ' άρμεν' όλα, | |
χωρίς ν' αργήσουν, και άκουσαν την προσταγήν του εκείνοι. | |
κ' εσήκωσαν κ' εστύλωσαν 'ς το κοίλο μεσοδόκι | |
κατάρτι το ελάτινο, κ' έδεσαν με τα ξάρτια, | 290 |
κ' έσυραν με πλεκτά λουριά τα κάτασπρα πανία. | |
πρύμον τότε τους έστειλεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
και απ' τον αιθέρα ορμητικός ο άνεμος βροντούσε, | |
γοργά την πικρή θάλασσα να σχίση το καράβι. | |
τους Κρουνούς και την ένυδρη Χαλκίδα προσπεράσαν· | 295 |
κ' έπεφτ' ο ήλιος κ' ίσκιοναν οι δρόμοι, ότε το πλοίο | |
με του Διός τον άνεμο προς ταις Φεαίς ωρμούσε, | |
και προς την θείαν Ήλιδα, όπ' οι Επειοί δεσπόζουν. | |
εκείθε προς τα δοντερά νησιά το 'στρεψ' εκείνος, | |
κ' ερώτα ο νους του αν την ζωή θα σώσ' ή θα τον πιάσουν. | 300 |
. | |
Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα | |
δειπνούσαν και πλησίον τους δειπνούσαν οι ποιμένες, | |
και του φαγιού και τον πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, | |
τότ' ο Οδυσσέας τον βοσκό δοκίμαζε ομιλώντας, | |
'ς το εξής αν θα τον αγαπά και θα του ειπή να μένη | 305 |
αυτού 'ς την στάνη, ή θα του ειπή 'ς την πόλι να περάση· | |
. | |
«Εύμαιε, και σεις ολόγυρα οι άλλοι, ακούσετέ με· | |
κατά την πόλι το πρωί θα πάω να ζητιανεύω, | |
βάρος να μη σας ήμ' εδώ, 'ς εσέ και εις τους συντρόφους. | |
αλλά συ δος μου συμβουλή και άνδρα να μ' οδηγήση | 310 |
ως κεί' κατόπι μόνος μου θα τριγυρνώ 'ς την πόλι, | |
ίσως κανείς καυκί πιοτό μου δώση και ψωμάκι. | |
και θα 'φθανα 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα, | |
ταις είδησαις της συνετής να δώσω Πηνελόπης. | |
και τους αυθάδεις θα 'σμιγα μνηστήραις, ίσως κείνοι, | 315 |
τόσ' αφού χαίρονται καλά, θα μώκαμναν το γεύμα. | |
κ' εύκολ' αυτούς, 'ς ό,τ' ήθελαν, εγώ θα υπηρετούσα. | |
ότι άκου τώρα τι θα ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· | |
δόξα να έχη ο γλήγορος Ερμής, αυτός 'που δίδει | |
'ς τα έργα όλων των θνητών την λάμψι και την χάρι, | 320 |
θνητόν δεν έχω αντίπαλον εις την υπηρεσία, | |
να καλοανάφθτω την φωτιά, ξερά να σχίζω ξύλα, | |
να διαμοιράζω κρέατα, να ψήνω, να κερνάω, | |
αυτά, 'που οι δούλοι εργάζονται των καλογεννημένων». | |
. | |
Εβάρυνες και απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· | 325 |
«Ωιμέν' αυτός ο στοχασμός 'ς τον νου πώς σου 'λθε, ω ξένε; | |
ναύρης εκεί τον θάνατον επιθυμείς, αν θέλης | |
'ς το πλήθος μέσα να χωθής των υβριστών μνηστήρων, | |
'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. | |
κ' εκείνων οι θεράποντες με σε δεν ομοιάζουν, | 330 |
αλλ' είναι νέοι, με καλαίς χλαμύδαις και χιτώναις, | |
και μύρα στάζ' η κόμη τους, το πρόσωπό τους λάμπει· | |
εκείνοι τους υπηρετούν και βλέπεις φορτωμένα | |
με κρέατ' άρτον και κρασί τα στιλβωτά τραπέζια. | |
αλλ' εδώ μένε, αφ' ούτ' εγώ, ούτε κανείς των άλλων | 335 |
συντρόφων μ', αν ευρίσκεσαι μαζή μας, θα βαρύνη. | |
και οπόταν φθάση ο ποθητός υιός του Οδυσσέα, | |
θέλει σ' ενδύση τότ' αυτός χλαμύδα και χιτώνα, | |
και οπού η καρδιά σου επιθυμεί θα σε ξεπροβοδήση». | |
. | |
Και απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· | 340 |
«Ως σ' αγαπώ να σ' αγαπά, φίλε ο πατέρας Δίας, | |
'που από την πλάνη μ' έσωσες και απ' την πικρήν ανάγκη. | |
κ' είναι ανυπόφορ' η ζωή του περιπλανωμένου· | |
αλλά προς χάριν της μιαρής κοιλιάς πάθ' υποφέρει | |
ο θνητός, όταν τον ευρούν ανάγκη ερμιά και λύπη· | 345 |
και αφού συ τώρα με κρατείς να μείν' ως να 'λθη εκείνος, | |
για την μητέρα λέγε μου του θείου Οδυσσέα, | |
και τον πατέρα, όπ' άφινε 'ς του γήρατος την θύρα, | |
αν είναι ακόμη 'ς την ζωή, του Ήλιου το φως αν βλέπουν, | |
ή απέθαναν κ' ευρίσκονται 'ς την κατοικιά του Άδη». | 350 |
. | |
Απάντησ' ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων· | |
«Ξένε, τούτ' όλα θα σου ειπώ· ακόμ' είν' ο Λαέρτης | |
εις την ζωήν, αλλ' εύχεται παντοτινά 'ς τον Δία | |
'ς το σπίτι αυτού να εσβύνονταν η άχαρη ζωή του. | |
για τον ξενιτεμμένον του υιόν βαρυστενάζει, | 355 |
για την χρηστήν του σύντροφο, και ο θάνατος εκείνης | |
εξόχως τον ελύπησε, κ' εγέρασε προ ώρας· | |
άπ' το μαράζι εσβύσθηκε του ποθητού παιδιού της | |
κείνη με θάνατον φρικτόν, 'που όμοιον να μη λάβη | |
κανείς εγκάτοικος εδώ καλόπρακτός μου φίλος. | 360 |
και όσον εκείνη εσώζονταν, μ' όσην και αν είχε θλίψι, | |
μ' άρεγε ακόμη να ερευνώ, και να ζητώ να μάθω· | |
τι μ' είχεν αναστήσει αυτή μαζή με την ωραία | |
κόρη της υστερόγενη πλατύπεπλη Κτιμένη. | |
ομού μ' αυτήν μ' ανάτρεφε, κ' ίσια σχεδόν μ' ετίμα. | 365 |
και ότε και οι δύο φθάσαμε 'ς την ποθητή νεότη, | |
κείνην 'ς την Σάμην έδωκαν, κ' έλαβαν μύρια δώρα. | |
εμέ κατόπιν ένδυσε χλαμύδα και χιτώνα, | |
πολύ λαμπρά φορέματα, κ' επόδεσέ μ' εκείνη, | |
και 'ς τον αγρό μ' απόστειλε, και πάντοτε μ' αγάπα. | 370 |
κείνα μου λείπουν τώρ', αλλά το έργο αυτό 'που κάμνω, | |
μου το ευλογούν οι αθάνατοι, ως βλέπεις, και από τούτα | |
έφαγα κ' έπια, κ' έδωσα των σεβαστών ανθρώπων. | |
και απ' την κυρία τι γλυκόν, λόγον είτ' έργο, πλέον | |
δεν βλέπουμεν, αφού 'πεσε 'ς το σπίτ' η δυστυχία, | 375 |
οι αυθάδεις άνδρες· και πολλήν έχουν οι δούλοι ανάγκη, | |
με την κυρία να ομιλούν, τα πράγματα να μάθουν, | |
να φαν, να πιουν, μετέπειτα να παίρνουν 'ς τον αγρό τους | |
και απ' αυτά, 'που την ψυχή των δούλων θεραπεύουν». | |
. | |
'Σ αυτόν τότε ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· | 380 |
«Ω Θε μου, πόσο ανήλικον, ω Εύμαιε χοιροτρόφε, | |
σ' έρριξε η μοίρ' απ' τους γονείς μακράν και απ' την πατρίδα! | |
και τώρα τούτο λέγε μου μ' αλήθεια, να το μάθω· | |
εάν τότ' ερημώθηκε πλατύδρομη ανδρών πόλις, | |
οπού ο πατέρας και η σεπτή μητέρα σου εκατοίκαν· | 385 |
ή σ' ηύραν άνθρωποι κακοί με τα κοπάδια μόνον, | |
σ' επήραν 'ς τα καράβια τους, κ' εκείθε σ' επεράσαν | |
'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός σ' έχει αγοράσει». | |
. | |
Του απάντησε ο χοιροβοσκός· «Αφού τούτ' ερωτάς με | |
να μάθης όλα, ξένε μου, σώπ', άκουε και τέρπου | 390 |
και πίνε αυτού καθήμενος· απέραντ' είναι τώρα | |
η νύκτα· κ' έχει τον καιρό κανείς και να κοιμάται | |
και να τέρπετ' ακούοντας· ουδέ συ πριν της ώρας | |
να κοιμηθής θα βιάζεσαι· βαρύ και ο πολύς ύπνος. | |
και όποιος των άλλων βούλεται, ας έβγη και ας πλαγιάση, | 395 |
και τα γλυκοχαράγματα το πρόγευμά του ας κάμη, | |
και ας πάη τους αρχοντικούς τους χοίρους να βοσκήση· | |
μες το καλύβι ωστόσο εμείς οι δυο φαγοποτώντας | |
τερπώμασθ' ενθυμούμενοι τα περασμένα πάθη | |
ο ένας τ' άλλου· τέρπεται κατόπι και εις ταις λύπαις | 400 |
εκείνος 'που πολλά 'παθε και οπού περιπλανήθη· | |
κ' εκείνο ιδού θε να σου ειπώ, που μ' ερωτάς να μάθης. | |
. | |
Νησ' είναι, αν κάπου τ' άκουσες, 'που λέγεται Συρία, | |
της Ορτυγίας άνωθεν, οπού η τροπαίς του ηλίου· | |
δεν είναι πολυάνθρωπον, αλλ' είναι καρποφόρο· | 405 |
έχει βοσκαίς και πρόβατα, κρασιά και στάρια δίδει. | |
και 'ς τον λαό πείνα ποτέ δεν ήλθε, ουδέ θερίζει | |
τ' άμοιρα γένη των θνητών άλλη πληγή καμμία. | |
αλλ' ότ' εκεί 'ς την πύλι τους οι άνθρωποι γεράζουν, | |
ο Φοίβος ο αργυρότοξος κ' η Αρτέμιδα μαζή του | 410 |
με τ' ανώδυνα βέλη των τους γλυκοθανατόνουν. | |
δυο πολιτείαις είναι αυτού και όλ' έχουν μοιρασμένα· | |
και η δύο τον πατέρα μου γνωρίζαν βασιλέα, | |
άνδρα παρόμοιον των θεών, τον Κτήσιον Ορμενίδη. | |
. | |
Τότ' ήλθαν αυτού Φοίνικες 'ς την θάλασσ' ακουσμένοι, | 415 |
πανούργοι, κ' είχαν άπειρα στολίδια 'ς το καράβι. | |
ήταν γυναίκα Φοίνισσα 'ς το σπίτι του πατρός μου, | |
ωραία, μεγαλόσωμη, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα. | |
εκείνην εξεγέλασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι· | |
και κάποιος πρώτα, ενώ 'πλαινε σιμά ς' το κοίλο πλοίο, | 420 |
μ' αυτήν 'ς το γλυκαγκάλιασμα ευρέθη της αγάπης, | |
οπού και την καλόπρακτη γυναίκα ξεγελάει. | |
την γενεά της έπειτα και την πατρίδα ερώτα· | |
κ' εκείνη του εφανέρωσε το πατρικό παλάτι· | |
«είμαι από την πολύχαλκη Σιδώνα, κ' είμαι κόρη | 425 |
του Αρύβαντα, 'που θησαυρούς το σπίτι του επλημμύρα. | |
αλλ' εμέ Τάφιοι λησταίς μ' ευρήκαν και μ' αρπάξαν, | |
ως γύριζ' απ' την εξοχή, κ' εκείθε' μ' επεράσαν | |
'ς του ανδρός τούτου τα δώματα, και αυτός μ' έχει αγοράσει». | |
. | |
Και ο άνδρας, 'που κρυφόσμιγε μ' αυτήν, της απαντούσε | 430 |
«δεν έρχεσαι κατόπι μας οπίσω 'ς την πατρίδα, | |
να ιδής και το παλάτι σου, να ιδής και τους γονείς σου; | |
ότ' είναι ακόμα 'ς την ζωή, και υπέρπλουτοι λογιούνται». | |
. | |
Τότε η γυναίκα ωμίλησεν, απάντησέ του κ' είπε· | |
«και αυτό θα γείνη, αν θέλετε να μου ορκισθήτε, ω ναύταις. | 435 |
άβλαπτην να με φέρετε οπίσω ς' την πατρίδα». | |
. | |
Αυτά 'πε και όλοι ωρκισθήκαν ως εζητούσ' εκείνη· | |
και αφού τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, | |
πάλιν ωμίλησε η γυνή κ' εμπρός εις όλους είπε· | |
«τώρα σιγάτε· και κανείς απ' όλους τους συντρόφους | 440 |
μη μου ομιλήση αν μ' απαντά 'ς τον δρόμον ή 'ς την βρύσι, | |
μη κάποιος πάη και το ειπή του γέρου 'ς το παλάτι, | |
και αυτός νοήση κ' εις δεσμά κακά με σφικτοδέση, | |
κ' εσάς να χάση σοφισθή· αλλά 'ς τον νου σας κρύψτε | |
τον λόγο, και ανταλλάξετε ταις πραγματειαίς με βία. | 445 |
και, οπόταν το καράβι σας όλο γεμίση πλούτη, | |
μες το παλάτι μήνυμα 'ς εμέν' ευθύς να φθάση· | |
τι και χρυσάφι, όσον ευρούν τα χέρια μου, θα φέρω. | |
και θα 'χα και άλλον πρόθυμα να σας προσφέρω ναύλο· | |
ότι το βασιλόπαιδο 'ς τα μέγαρ' ανατρέφω· | 450 |
είν' έξυπνο και τρέχει αυτό κατόπι μ' όταν βγαίνω. | |
εις το καράβι αν φέρω αυτόν, αμέτρητην αξία | |
θαύρετ' οπού τον φέρετε 'ς ανθρώπους αλλοφώνους». | |
. | |
Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι. | |
τον χρόνον όλον έμειναν 'ς τον τόπο μας εκείνοι, | 455 |
και πλούτη έμβασαν άπειρα 'ς το βαθουλό καράβι· | |
και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουν 'ς την πατρίδα, | |
της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι. | |
ήλθ' άνδρας πολυήξερος 'ς το σπίτι του πατρός μου, | |
και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη· | 460 |
και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μου 'ς το δώμα | |
την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν. | |
ωστόσον αυτός ένευσεν αμίλητα 'ς εκείνην, | |
και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισε 'ς το πλοίο. | |
από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη· | 465 |
και τράπεζαις 'ς τον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια | |
εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου, | |
όπ' είχαν πάει 'ς την σύνοδο του δήμου να καθίσουν. | |
και αυτή τρεις κούπαις έκρυψε 'ς τον κόλπο της κ' επήρε, | |
κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. | 470 |
και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι, | |
με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα, | |
αυτού 'ς το καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων. | |
και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη | |
έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. | 475 |
ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα· | |
αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, | |
την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνη | |
'ς την γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι. | |
κει την ερρίξαν, ηύρεμα 'ς ταις φώκαις και 'ς τα κήτη, | 480 |
κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη. | |
και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραν 'ς την Ιθάκη, | |
οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης. | |
ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα». | |
. | |
Τότε ο διογέννητος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας· | 485 |
«'Σ τα βάθη της μου εκίνησες, ω Εύμαιε, την καρδία, | |
ένα προς ένα ως έλεγες τα πάθη της ψυχής σου. | |
αλλά πλησίον 'ς το κακό καλό σου 'δωσ' ο Δίας· | |
ότι, αν και τόσα υπόφερες, αλλά 'ς τα δώματ' ήλθες | |
ανδρός καλού, 'που εγκαρδιακά να τρώγης και να πίνης | 490 |
σου δίδει, και συ καλοζής· αλλ' εγώ παραδέρνω | |
εις πολλαίς χώραις των θνητών κ' εδώ πάλ' ήλθα ξένος». | |
. | |
Αυτά 'λεγαν κ' επλάγιασαν^ ολίγον πήραν ύπνο, | |
ότ' η καλόθρονη Ηώ δεν άργησε να λάμψη, | |
του Τηλεμάχου οι σύντροφοι ωστόσο εις τ' ακρογιάλι | 495 |
με βία λύαν τα πανιά κ' έβγαλαν το κατάρτι· | |
κατόπι έλαμναν κ' έφεραν εις τ' άρασμα το πλοίο, | |
έδεσαν τα πρυμόσχοινα, ταις άγκυραις ερρίξαν, | |
και, αφού 'ς την ακροθαλασσιάν εβγήκαν, ετοιμάζαν | |
το γεύμα τους και το κρασί το φλογερό συγκέρναν. | 500 |
και αφού χαρήκαν το φαγί, τότε 'ς εκείνους είπε | |
ο συνετός Τηλέμαχος· «Σεις τώρα προς την πόλι | |
το πλοίο μας κινήσετε· κ' εγώ προς τους αγρούς μου | |
και τους βοσκούς πορεύομαι, κ' έπειτ', αφού θωρήσω | |
τα πράγματά μου, σύθαμπα θα καταιβώ 'ς την πόλι. | 505 |
κ' εσάς θα δώσω πρωινά, μισθόν της συνοδίας, | |
καλό γεύμ' από κρέατα και από κρασί 'σαν μέλι». | |
Τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου· | |
«Κ' εγώ 'πού θε να πορευθώ, παιδί μου; εις τίνος σπίτι | |
θα υπάγω απ' όσους κυβερνούν την πετρωτήν Ιθάκη; | 510 |
ή αμέσως 'ς την μητέρα σου, 'ς το σπίτι σου, θα υπάγω;» | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος· «Σ' το σπίτι μας να υπάγης | |
θα σού 'λεγα 'ς άλλους καιρούς, ότι κ' εκεί των ξένων | |
δεν λείπ' η περιποίησις· αλλά δεν σου συμφέρει· | |
εγώ δεν θα 'μαι, ουδέ θα ιδής, φοβούμαι, την μητέρα· | 515 |
ότι συχνά δεν φαίνεται, 'ς το δώμα, των μνηστήρων, | |
αλλ' απ' αυτούς ανάμερα 'ς τ' ανώγ' υφαίνει εκείνη. | |
άνδρ' άλλον θα σου δείξω εγώ, να πας, και τούτος είναι | |
ο Ευρύμαχος, λαμπρός υιός του συνετού Πολύβου, | |
οπού τον βλέπουν ως θεόν εις όλην την Ιθάκη· | 520 |
ο πρώτος είναι και ζητεί μάλιστ' αυτός να πάρη | |
ομού με την μητέρα μου το σκήπτρο του Οδυσσέα. | |
αλλ' αυτό ξεύρει ο κάτοικος του αιθέρα Ολύμπιος Δίας, | |
αν θα τους στείλη την κακήν ημέρα πριν του γάμου». | |
Και τούτ' άμ' είπε, ιδού πουλί επέταξε δεξιά του | 525 |
πετρίτης, γοργός μηνυτής του Φοίβου, κ' εκρατούσε | |
περιστερά μαδώντας την, και τα πτερά της κάτω | |
του Τηλεμάχου ανάμεσον εσκόρπα και του πλοίου, | |
τότε ο Θεοκλύμενος αυτόν εκάλεσε σιμά του | |
μακράν των φίλων, του 'σφιξε το χέρι και τον είπε· | 530 |
«Από θεού, Τηλέμαχε, το πουλί εκείνο εφάνη | |
δεξιά σου· εγώ τ' αντίκρυσα και μαντικό το κρίνω. | |
και άλλην βασιλικώτερην από την γενεά σας | |
δεν έχ' η Ιθάκη, κ' είσθε σεις μεγάλοι 'ς τον αιώνα». | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | 535 |
«Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε· | |
και αμέσως την αγάπη μου θα γνώριζες και δώρα | |
τόσο πολλά, 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη». | |
. | |
Κατόπιν είπε του πιστού συντρόφου του Πειραίου· | |
«Κλυτίδη, από την συντροφιά, 'πού 'λθε μ' εμέ 'ς την Πύλο, | 540 |
εσέ γνωρίζω μάλιστα να με υπακούς εις όλα· | |
και τώρα πάλι λάβε μου 'ς το σπίτι σου τον ξένον, | |
και φίλευε και τίμ' αυτόν ολόψυχα ως 'που να 'λθω». | |
Και ο ξακουστός ακοντιστής ο Πείραιος απαντούσε· | |
«Κ' εάν, Τηλέμαχε, πολύν καιρόν εδώ θα μείνης, | 545 |
απ' εμέ περιποίησι θα 'χη όσην θέλη ο ξένος». | |
Και 'ς το καράβι ανέβη αυτός και των συντρόφων είπε | |
να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν· κ' εκείνοι | |
εμπήκαν και αραδιάσθηκαν με τάξι 'ς ταις σανίδαις. | |
εφόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνδαλα τα ωραία, | 550 |
κ' επήρε απ' το κατάστρωμα κοντάρι λογχοφόρο | |
βαρύ· και τα πρυμόσχοινα ωστόσο εκείνοι ελύσαν, | |
εξεκινήσαν κ' έπλεαν κατά την πόλι, ως είπε | |
ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα. | |
και αυτός γοργά προχώρησεν ως 'π' ηύρε την αυλή του, | 555 |
όπ' ήσαν χοίροι αμέτρητοι δικοί του, κ' εξενύκτα | |
σιμά τους ο καλός βοσκός, 'που αγάπα τους κυρίους. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Π | |
. | |
. | |
. | |
Και ο Οδυσσέας και ο καλός βοσκός εις την καλύβα | |
φωτιά το χάραμμ' άναψαν, κ' ετοίμαζαν να φάγουν, | |
κ' έστειλαν έξω τους βοσκούς με ταις κοπαίς των χοίρων. | |
και οι σκύλοι 'ς τον Τηλέμαχο, 'που ερχόνταν, εκινούσαν | |
την ουρά και δεν γαύγιζαν και ο θείος Οδυσσέας | 5 |
τους σκύλους τότ' ενόησε 'που την ουρά κινούσαν, | |
και άκουσε και ποδόκτυπο· κ' είπεν ευθύς τον Ευμαίου· | |
«Άσφαλτα κάποιος έρχεται, ω Εύμαιε, σύντροφός σου | |
ή και άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυκτούν οι σκύλοι, | |
αλλά του σείουν την ουρά· και πόδι ανθρώπου ακούω». | 10 |
Κ' εφάν' ιδού 'ς τα πρόθυρα ο ποθητός υιός του· | |
'ξιππάσθηκε ο χοιροβοσκός, σηκώθη και τα σκεύη | |
έρριξε χάμου του λαμπρού κρασιού, 'πού συγκερνούσε. | |
και προς τον κύριον έδραμε, του φίλησε τα δύο | |
μάτια λαμπρά, την κεφαλή, το 'να και τ' άλλο χέρι, | 15 |
κ' έχυσε δάκρυα θερμά· και όπως καλός πατέρας | |
τον υιόν του γλυκασπάζεται, 'πώλειπε δέκα χρόνους | |
εις ξένα μέρη μακρυνά, και του 'καψε τα σπλάγχνα, | |
μόνος, υστερογέννητος· έτσι ο βοσκός ο θείος | |
έκλεισε 'ς ταις αγκάλαις του και κατεφίλησ' όλον | 20 |
τον θεοειδή Τηλέμαχο, τον χάρο ως να 'χε φύγει, | |
και κλαίοντας του ωμίλησε· «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, | |
Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, | |
τα πέλαγ' αφού πέρασες να υπάγης εις την Πύλο. | |
αλλ' έμπα, υιέ μου αγαπητέ, να σε χαρή η ψυχή μου, | 25 |
θωρώντας σε νεόφερτον από τα ξένα μέρη· | |
τι 'ς τον αγρό δεν έρχεσαι συχνά και εις τους ποιμέναις, | |
αλλά 'ς την πόλι κάθεσαι, και αυτό θέλ' η ψυχή σου, | |
την πάγκακη συνάθροισι να βλέπης των μνηστήρων». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | 30 |
«Μετά χαράς, πατέρα μου· γι' αγάπη σου εδώ ήλθα | |
εσέ να ιδώ και να μου ειπής, αν εις τα μέγαρά μου | |
ακόμ' είναι η μητέρα μου, ή κάποιος των ηρώων | |
ήδη την ενυμφεύθηκε, και η κλίνη του Οδυσσέα | |
μένει από στρώματα ορφανή και καταραχνιασμένη». | 35 |
. | |
Του απάντησε ο χοιροβοσκός ο άρχος των ανθρώπων· | |
«Και με πολλήν υπομονή 'ς τα μέγαρά σου ακόμη | |
εκείνη μένει, κ' έρημη, χωρίς παρηγορία, | |
τα ημερονύκτια δαπανά 'ς τα κλάυματα η θλιμμένη». | |
. | |
Κ' επήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι· | 40 |
κ' επάτησ' ο Τηλέμαχος το λίθινο κατώφλι· | |
ως έμπαινε του ευκαίρωσε την θέσι του ο πατέρας· | |
εκείνος δεν τον άφινε και του 'πε· «Κάθου, ω ξένε, | |
κ' εμείς εις την καλύβα μας και άλλην θαυρούμε θέσι, | |
κ' είναι παρών ο άνθρωπος, 'που θα την ετοιμάση». | 45 |
. | |
Αυτά 'πε' κ' ευθύς έστρεψε κ' εκάθισ' ο Οδυσσέας. | |
κ' έστρωσ' ο Εύμαιος κλαδιά με μιαν προβιάν επάνω, | |
κ' εκάθισεν ο ποθητός υιός του Οδυσσέα. | |
τότε πινάκια κρέατα ψητά, 'πού 'χαν τους μένει | |
από τον δείπνον, έφερε 'ς αυτούς ο χοιροτρόφος, | 50 |
κ' εσώρευσεν ογλήγορα 'ς τα κάνιστρα τον άρτο, | |
και εις καυκί μέσα γευτικό κρασί τους συγκερνούσε, | |
και αντίκρυ αυτός εκάθισε του θείου Οδυσσέα. | |
άπλωσαν 'κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που 'χαν εμπρός τους· | |
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, | 55 |
ωμίλησε ο Τηλέμαχος, του θείου χοιροτρόφου· | |
«Πατέρα, πόθεν σου 'φθασεν ο ξένος; 'ς την Ιθάκη | |
οι ναύταις πώς τον έφεραν; από ποιο γένος ήσαν; | |
τι δεν πιστεύ' ότι πεζός εδώ 'φθασεν ο ξένος». | |
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· | 60 |
«Όλην θ' ακούσης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια· | |
το γένος έχει απ' το νησί το ευρύχωρο της Κρήτης· | |
και λέγει ότι παράδειρε πλανώμενος εις χώραις | |
θνητών πολλαίς, ως θέλησεν η μοίρα του, και τώρα | |
από καράβι Θεσπρωτών πάλιν φευγάτος ήλθε | 65 |
εις την καλύβα μου, κ' εγώ θα σου τον παραδώσω· | |
πράξε όπως θέλης· ήξευρε 'που ικέτης σου προσπέφτει». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | |
«Εύμαιε, λόγον πρόφερες, 'που την καρδιά μου θλίβει· | 70 |
τον ξένον τούτον πώς εγώ να τον δεχθώ 'ς το σπίτι; | |
εγώ 'μαι νέος· δεν θαρρώ 'ς τα χέρια τα δικά μου | |
ακόμη για ν' αντισταθώ 'ς άνδρ' αν μ' υβρίση πρώτος. | |
και της μητρός μου πάλι ο νους διστάζει αν, σεβομένη | |
την κλίνη του συντρόφου της και την φωνή του κόσμου, | |
μ' εμέ θα μένη σπίτι μου και θα το κυβερνάη, | 75 |
ή απ' τους μνηστήραις Αχαιούς ήδη θ' ακολουθήση | |
εκείνον, 'που 'ναι ανώτερος και πλήθια δίδει δώρα. | |
αλλά τον ξένον τώρα εδώ, 'ς το δώμα σου επειδ' ήλθε, | |
θα τον ενδύσω μ' εύμορφον χιτώνα και χλαμύδα, | |
θα τον ποδέσω, δίστομο θα του χαρίσω ξίφος, | 80 |
και όπου η καρδιά του επιθυμεί θα τον ξεπροβοδήσω· | |
και, αν θέλης, 'ς την καλύβα μας συ φιλοξένιζέ τον, | |
κ' εγώ 'δω τα φορέματα και ταις τροφαίς θα στείλω, | |
βάρος να μη τον έχετε συ και όλοι οι σύντροφοί σου. | |
δεν θέλω εγώ να υπάγη εκεί 'ς το μέσον των μνηστήρων, | 85 |
'ς αυτούς οπ' έχουν έπαρσιν αυθάδεια και ανομία. | |
μη τον υβρίζουν και 'ς εμέ μεγάλος θα' ναι πόνος. | |
και των πολλών απέναντι και ο άνδρας ο γενναίος | |
πέρα δεν βγαίνει, ότι πολύ κείν' είναι ανώτεροί του». | |
. | |
Αντείπε του ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· | 90 |
«Ω φίλε, αφού κάτι να ειπώ κ' εμένα συγχωρείται, | |
μέσα η καρδιά μου σχίζεται, την ώρα οπ' ακούω | |
ταις ανομιαίς να λέγετε, που εργάζονται οι μνηστήρες | |
'ς το σπίτι σου, 'ς το πείσμα σου, 'που τέτοιος είσαι νέος. | |
το θέλεις και δαμάζεσαι, λέγε μου, ή σώχει μίσος | 95 |
ο λαός όλος και θεού φωνήν έχει οδηγόν του; | |
ή κακούς έχεις αδελφούς; και 'ς τ' αδελφού το χέρι, | |
μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρρος έχει. | |
αχ! νέος να 'μουν, ως εσύ, με την καρδιάν οπ' έχω, | |
και του Οδυσσέα του λαμπρού τέκνου ή αυτός εκείνος | 100 |
από τα ξένα νεόφερτος, —και ακόμα ελπίδα μένει,- | |
ήθελα εχθρός να μώκοφτε την κεφαλήν αμέσως. | |
αν 'ς όλους αυτούς όλεθρος εγώ δεν εγενόμουν, | |
άμ' έσταινα το πόδι μου 'ς το δώμα του Οδυσσέα. | |
κ' εμέ τον μόνον αν αυτών εδάμαζε το πλήθος, | 105 |
'ς τα μέγαρά μου ήθελα να πέσω σκοτωμένος, | |
παρά να βλέπ' ολοκαιρίς τόσ' έργα εντροπιασμένα, | |
να υβρίζουν, να κακοποιούν τους ξένους, και ταις δούλαις | |
μέσα 'ς τα ωραία δώματα ξεντροπιαστά να σέρνουν, | |
κρασιά να βγάζουν περισσά, και ταις τροφαίς να τρώγουν, | 110 |
αδίκως, ατελείωτα, 'ς έργο, 'που δεν θα γείνη». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | |
Θα σου ομιλήσω, ξέν', εγώ με την αλήθειαν όλη. | |
ούτ' εμέ όλος ο λαός μισεί και κατατρέχει, | |
ούτε αδελφούς έχω κακούς· και 'ς τ' αδελφού το χέρι, | 115 |
μάχη αν συμβή και φοβερή, καθείς το θάρος έχει. | |
αλλ' ιδού πώς το γένος μας εμόνωσε ο Κρονίδης· | |
μόνον εγέννησε υιόν ο Αρκείσιος τον Λαέρτη, | |
μόνον αυτός τον Οδυσσηά· και πάλιν ο Οδυσσέας | |
μόνον εμέ, και μ' άφησε 'ς το σπίτι, ουδέ μ' εχάρη· | 120 |
όθεν εχθροί στο σπίτι μου αμέτρητ' είναι τώρα· | |
ότι όσ' υπάρχουν δυνατοί 'ς τα νησιά γύρω, οι πρώτοι | |
του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, | |
και άμ' όσοι μες την πετρωτήν Ιθάκη ηγεμονεύουν, | |
την μητέρ' όλοι μου ζητούν και φθείρουν μου το σπίτι· | 125 |
και αυτόν τον γάμο, 'που μισεί, κείνη ούτ' αρνιέται αλλ' ούτε | |
να τον τελειώση δύναται· κ' εκείνοι καταλύουν | |
το σπίτι μου, και γλήγορα κ' εμέ θα θανατώσουν. | |
αλλ' όλ' αυτά στην δύναμι των αθανάτων μένουν· | |
τώρα, πατέρ', άμε γοργά και ειπέ της Πηνελόπης | 130 |
ότι της σώζομ' άβλαπτος και ότ' έφθασ' απ' την Πύλο. | |
εγώ θα μείνω εδώ, και συ θα στρέψης άμα δώσης | |
μόνης αυτής την είδησι, μηδέ κανείς το μάθη | |
των Αχαιών, ότι πολλοί ζητούν τον όλεθρό μου». | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· | 135 |
«Ξεύρω, εννοώ· κ' είχα 'ς τον νουν αυτά 'που με προστάζεις. | |
πλην τούτο θέλω να μου ειπής, εάν και του Λαέρτη | |
θα υπάγω τώρα μηνυτής· αχ! ο αναστεναγμένος! | |
ως χθες, αν και τον έσφαζεν ο πόνος του Οδυσσέα, | |
τηρούσε ακόμα τους αγρούς, και με τους υπηρέταις | 140 |
ς' το σπίτι του έτρωγ' έπινε, ότε η καρδιά του εζήτα. | |
πλην τώρ', αφού 'ς την θάλασσαν εβγήκες προς την Πύλο, | |
δεν τρώγει πλειά, δεν πίνει πλειά, δεν βλέπει τους αγρούς του, | |
αλλά μόνος του κάθεται, βογγά και αναστενάζει, | |
και η σάρκες του 'ς τα κόκκαλα τριγύρω καταρρέουν». | 145 |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | |
«Και όμως θα τον αφήσουμεν, αν και πολύ μας θλίβει, | |
και, αν ήσαν όλα 'ς των θνητών το χέρι, εμείς, ως πρώτο, | |
τον ποθητόν πατέρα μου θα εφέρναμε απ' τα ξένα. | |
αλλά εσύ στρέψε πάλι εδώ, την είδησι αφού δώσης. | 150 |
και μη γυρίζης 'ς τους αγρούς να εύρης τον Λαέρτη· | |
και της μητρός μου θέλ' ειπής κρυφά την οικονόμα | |
να στείλη ευθύς του γέροντα το μήνυμα να φέρη». | |
. | |
Τον άκουσε και πρόθυμα ποδέθη ο χοιροτρόφος, | |
και προς την πόλιν κίνησε· και τότε της Αθήνης | 155 |
δεν ξέφυγεν όπ' άφησεν ο Εύμαιος την καλύβα· | |
κ' ήλθε πλησίον η θεά, και 'ς την μορφήν εφάνη | |
γυνή μεγάλη και καλή, 'ς έργα λαμπρά τεχνίτρα· | |
εστάθηκε 'ς το αντίθυρο κ' εφάνη του Οδυσσέα, | |
κ' εκείνην ο Τηλέμαχος ούτ’ είδεν ούτε αισθάνθη· | 160 |
ότι ολοφάνερα οι θεοί δεν φαίνονται εις καθέναν. | |
αλλ' ο Οδυσσέας είδε την και οι σκύλοι, ουδ' εγαυγίζαν, | |
αλλ' έγρουζαν κ' εσκόρπισαν 'ς την στάνη τρομασμένοι. | |
ένευσε αυτή και νόησεν ο θείος Οδυσσέας. | |
και απ' την καλύβα 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος | 165 |
ήλθε και εμπρός της έμεινε· και του 'πε τότ' η Αθήνη· | |
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, | |
όλα του υιού σου τώρα ειπέ και απόκρυφα μην έχης, | |
όπως, άμ' οργανίσετε τον φόνον των μνηστήρων, | |
κινήσετε προς την λαμπρήν πόλιν, και δεν θ' αργήσω | 170 |
να 'λθω σιμά σας πρόθυμη κ' εγώ μες τον αγώνα». | |
. | |
Είπε, και με χρυσό ραβδί τον έγγιξεν η Αθήνη, | |
και αφού πρώτα με φόρεμα καθάριο και χιτώνα | |
τον σκέπασε, του ελάμπρυνε το σώμα και την νειότη· | |
μελαχρινός πάλ' έγεινεν, εγέμισε η θωριά του, | 175 |
και εις το πηγούνι ολόγυρα τα γένεια του μαυρίσαν. | |
και αφού τούτ' έκαμε η θεά, τον άφησε· κ' εκείνος | |
εις την καλύβα εγύρισε· και ο υιός του τρομασμένος | |
αλλού την όψιν έστρεψε, φοβούμενος μην είναι | |
θεάς· και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα· | 180 |
«Ξένε, τώρ' άλλος 'ς την μορφή μου 'φάνης απ' ό,τ' ήσουν· | |
έχεις άλλα φορέματα, και άλλ' είν 'όλ' η θωριά σου· | |
ένας συ θα 'σαι των θεών των ουρανοκατοίκων. | |
αλλ' ίλεος γίνου, κ' ιερά θα δώσουμε αρεστά σου, | |
και δώρα χρυσοσκάλιστα· ά! την οργή σου παύσε». | 185 |
. | |
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· | |
«Θεός δεν είμαι· των θεών γιατί με παρομοιάζεις; | |
είμαι ο πατέρας σου, είμαι αυτός, οπού για τον καϋμό του | |
απ' την αυθάδεια των ανδρών τόσα υπομένεις πάθη». | |
. | |
Και τον υιόν του εφίλησε κ' ελεύθερα το δάκρυ | 190 |
να στάξη 'ς την γην άφησε, 'π' ως τότ' είχε κρατήσει. | |
αλλ' ο Τηλέμαχος ποσώς δεν πείθονταν ακόμη | |
ότ' ήταν ο πατέρας του, και πάλι του απαντούσε· | |
Δεν είσ', όχι, ο πατέρας μου, δεν είσ' ο Οδυσσέας, | |
αλλά θεός εμέ πλανά, τα πάθη μου ν' αυξήση. | 195 |
ότι θνητού δεν δύναται νους αφ' εαυτού να πλάση | |
αυτά 'που βλέπω, ει μη θεός έλθη και μ' ευκολία | |
νέον μορφώσ' ή γέροντα, όπως θελήση εκείνος· | |
ήσο από τώρα γέροντας και αχρεία ρούχα εφόρεις, | |
και τώρα ομοιάζεις των θεών των ουρανοκατοίκων». | 200 |
. | |
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας· | |
«Τηλέμαχ', ότι ο ποθητός πατέρας σου επανήλθε | |
δεν σου αρμόζει ν' απορής πολύ και να θαυμάζης· | |
ότι εδώ πλέον δεν θα' λθή ποτ' άλλος Οδυσσέας. | |
εγώ 'μαι αυτός, και αφού πολύ παράδειρα 'ς τα ξένα | 205 |
ήλθα τον χρόνον εικοστόν 'ς την γη την πατρική μου. | |
και τούτο είν' έργο της θεάς Αθήνης νικηφόρας· | |
έχ' η θεά την δύναμι, και με μορφώνει ως θέλει, | |
πότε να φαίνωμ' άνθρωπος πτωχός οπού ζητεύει, | |
και πότε νέος και καλά φορέματα ενδυμένος· | 210 |
κ' εύκολον είναι των θεών των ουρανοκατοίκων | |
να εξουθενώσουν άνθρωπον θνητόν ή να λαμπρύνουν». | |
. | |
Είπε κ' εκάθισεν αυτός· τον ένδοξον πατέρα | |
αγκάλιασε ο Τηλέμαχος με δάκρυα, με θρήνους· | |
και η δυο καρδιαίς αισθάνθηκαν τον πόθο των δακρύων. | 215 |
κ' έκλαιαν με σφικταίς φωναίς, όσο σφικτά δεν κλαίουν | |
γύπες ή θαλασσαετοί, γυρτόνυχα πουλία, | |
αν γεωργοί τους άρπαξαν τ' απτέρωτα μικρά τους· | |
τόσο απ' τα βλέφαρα πικρά τα δάκρυα τους ερρέαν. | |
και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν, | 220 |
αλλ' έξαφνα ο Τηλέμαχος τότ' είπε του πατρός του· | |
«Με ποιο καράβι τώρα εδώ, πατέρ' αγαπημένε, | |
εις την Ιθάκη σ' έφεραν οι ναύταις; τίνες ήσαν | |
αυτοί και πόθεν; επειδή πεζός, θαρρώ, δεν ήλθες». | |
. | |
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· | 225 |
«Όλην θα μάθης απ' εμέ, παιδί μου, την αλήθεια· | |
εδώ καράβι μ' έφερε των ναυτικών Φαιάκων, | |
οπού τους ξένους προβοδούν, όσοι 'ς αυτούς προσφύγουν. | |
με γοργό πλοίο μ' έφεραν γλυκαποκοιμημένον, | |
και 'ς την Ιθάκη μ' έθεσαν μαζή με λαμπρά δώρα, | 230 |
χρυσά πολλά και χάλκινα και υφάσματα περίσσα· | |
και εις κάποιον άντρο εφύλαξεν εκείνα βουλή θεία, | |
τώρα ως μ' εδίδαξ' η Αθηνά 'ς τούτο το μέρος ήλθα, | |
ως προς τον φόνο των εχθρών αντάμα να σκεφθούμε. | |
κ' έλ' απαρίθμησε ρητώς 'ς εμένα τους μνηστήραις, | 235 |
να μάθω εγώ πόσ' είναι αυτοί και ποιος καθένας είναι. | |
και τότε μες την άπταιστη ψυχή μου θα μετρήσω | |
εάν θε να 'μασθ' αρκετοί 'ς αυτούς ν' αντιταχθούμε, | |
όχι με άλλους, μόνοι μας, ή θα ζητήσουμ' άλλους». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | 240 |
Πατέρα, πάντοτ' άκουσα να σε δοξάζη ο κόσμος, | |
ότ' εις τον νουν είσ' έξοχος, όσο 'ς την μάχη ανδρείος· | |
αλλ' είπες λόγον φοβερόν και φρίττει ο λογισμός μου. | |
δυο μόνοι, πώς θα πολεμούν πολλούς και ανδρειωμένους; | |
δεκάδα μια δεν είν' ή δυο το πλήθος των μνηστήρων, | 245 |
αλλά πλειότεραις πολύ· και άκου να τους μετρήσω· | |
και πρώτ' απ' το Δουλίχιον είναι πενήντα δύο | |
εκλεκτοί νέοι, και οπαδούς έξ' υπηρέταις έχουν· | |
άνδρες εικοσιτέσσερες από την Σάμην είναι· | |
είκοσι από την Ζάκυνθο των Αχαιών αγόρια, | 250 |
και δώδεκ' όλοι πρόκριτοι μέσ' από την Ιθάκη· | |
μαζή τους είναι ο Μέδοντας, ο κήρυκας, ο θείος | |
αοιδός, και δυο θεράποντες, 'ς το μοίρασμα τεχνίταις. | |
αν πέσουμε 'ς όλους αυτούς 'ς το δώμα συναγμένους, | |
μην η εκδίκησι σου βγη πικρή, φαρμακωμένη. | 255 |
αλλ' αν βοηθόν μας δύναται κάποιον να εφεύρη ο νους σου, | |
συ σκέψου ποίος ήθελεν εγκάρδια μας βοηθήση». | |
. | |
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· | |
«Θε να σου ειπώ και πρόσεχε καλά να μ' εννοήσης, | |
και σκέψου αν μόν' η Αθηνά με τον πατέρα Δία | 260 |
θα μας βοηθήσ', ή βοηθόν και άλλον θα εφεύρη ο νους μου». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | |
«Είν' αξιόλογοι βοηθοί, πατέρ', αυτοί 'που λέγεις, | |
'ς τα σύννεφα καθήμενοι ψηλά, και βασιλεύουν | |
των θνητών όλων εις την γη και ομού των αθανάτων». | 265 |
. | |
Του απάντησε ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· | |
«'Σ την φρικτή μάχη να ευρεθούν εκείνοι δεν θ' αργήσουν, | |
οπόταν να ξεχωρισθή 'ς τα μέγαρά μου αρχίση | |
η ορμή του Άρη ανάμεσα 'ς εμάς και τους μνηστήραις· | |
αλλά συ τώρα θε να πας, άμ' η αυγή ροδίση, | 270 |
σπίτι μας, και πλησίαζ' τους προπετείς μνηστήραις· | |
εμ' έπειτα ο χοιροβοσκός 'ς την πόλι θα οδηγήση | |
παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη. | |
κ' εάν εμέ 'ς το σπίτι μου εκείνοι εξουθενώσουν, | |
τον πόνο κλείε 'ς την ψυχήν, εν ώ κακοποιούμαι. | 275 |
και αν απ' το δώμα βγάλουν με ποδοσυρτά 'ς τον δρόμο, | |
ή με κτυπήσουν, κύτταζε και την καρδιά σου σφίγγε. | |
μόνον με τρόπον μαλακό συ λέγε τους να παύσουν | |
απ' ταις μωρίαις· και ποσώς δεν θα πεισθούν εκείνοι· | |
ότ' ήλθεν ήδη επάνω τους η διωρισμέν' ημέρα. | 280 |
κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· | |
όταν, ως η πολύβουλη θα με διδάξη Αθήνη, | |
σου νεύσω με την κεφαλή, και άμα συ μ' εννοήσης, | |
τ' άρματ', όσα σου ευρίσκονται 'ς τα μέγαρά μας, όλα | |
σήκωσε, και 'ς το απόκρυφο του υψηλού θαλάμου | 285 |
θέσε τα, και αποκοίμησε με λόγια τους μνηστήραις, | |
όταν, ενώ τ' αναζητούν, για κείνα σ' εξετάσουν· | |
θα ειπής· —τα πήρ' απ' τον καπνόν, ότι δεν είναι πλέον | |
ως ο Οδυσσέας τ' άφινε πριν πάγη 'ς την Τρωάδα, | |
και ως 'πώφθαν' άχνα της φωτιάς την πρώτη λάμψι εχάσαν. | 290 |
και άλλο τι μεγαλήτερο 'ς τον νου μου 'βαλε ο Δίας· | |
μήπως σας φέρ' εις μάλωμα, και κτυπηθήτε, η μέθη, | |
και το τραπέζι ατιμασθή με αίμα και η μνηστεία· | |
'ς τον εαυτό του ο σίδηρος σέρνει τον άνδρα μόνος.— | |
πλην δυο μαχαίρια φρόντισε ν' αφήσης, δυ' ασπίδαις | 295 |
και δυο κοντάρια, πρόχειρα μόνον 'ς εμάς τους δύο | |
ορμώντας να τ' αδράξουμε· και ωστόσο θα τυφλώση | |
αυτούς η Παλλάδ' Αθηνά και ο πάνσοφος ο Δίας. | |
κ' έν' άλλο ακόμη θα σου ειπώ και ας το φυλάξη ο νους σου· | |
αν είσαι αλήθεια τέκνο μου και απ' το δικό μας αίμα, | 300 |
να μην ακούση εδώ κανείς ότ' ήλθ' ο Οδυσσέας, | |
μήτ' ο Λαέρτης μάθη αυτό, και μήτε ο χοιροτρόφος, | |
μήτε κανείς των σπιτικών, μη καν η Πηνελόπη. | |
αλλ' εμείς μόνοι, εγώ και συ, των γυναικών την γνώμη | |
ας μάθουμε, και εις δοκιμή θα βάλουμε τους άνδραις | 305 |
τους δούλους, —ποιος μας σέβεται και μας φοβείτ' ακόμη, | |
ποιος λησμονεί μας, και αψηφά σε 'που 'σαι τέτοιος νέος». | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησε τότε ο λαμπρός υιός του· | |
«Α! την ψυχή μου και 'ς το εξής, πατέρα, θα γνωρίσης· | |
διότι δεν εχαύνωσαν, θαρρώ, τα λογικά μου· | 310 |
αλλ' ό,τι τώρα μελετάς ωφέλιμο δεν κρίνω | |
'ς εμάς τους δύο· σκέψου το· πολύν καιρό θα τρίψης | |
εάν θα πας 'ς τα έργα τους να δοκιμάσης όλους | |
έναν προς έναν· κ' ήσυχοι ωστόσον οι μνηστήρες | |
'ς τα μέγαρα μας άσπλαγχνα τα πλούτη καταλύουν· | 315 |
και ταις γυναίκαις συμφωνώ κ' εγώ να ταις σπουδάσης, | |
και αυταίς 'που σε καταφρονούν και όσαις δεν έχουν κρίμα· | |
αλλ' απ' αυλή 'ς άλλην αυλή δεν ήθελα τους άνδραις | |
εμείς να δοκιμάζουμεν^ ύστερα τούτ' ας γείνουν, | |
σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία». | 320 |
. | |
Αυτά κείνοι τότε έλεγαν ωστόσο εις την Ιθάκη | |
τ' ωραίο πλοίο έμπαινε, 'που μέσ' από την Πύλο | |
έφερε τον Τηλέμαχο και τους συντρόφους όλους· | |
και όταν εις τον πολύβαθον λιμένα κείνοι εφθάσαν, | |
'ς την γην επάνω ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, | 325 |
και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν, | |
και αμέσως φέραν τα λαμπρά τα δώρα 'ς του Κλυτίου· | |
κήρυκα στείλαν έπειτα 'ς το δώρα του Οδυσσέα, | |
το μήνυμα της συνετής να φέρη Πηνελόπης, | |
ότ' είναι ο υιός της 'ς τον αγρό, και ότ' είχ' εκείνος στείλει | 330 |
'ς την πόλι το καράβι ευθύς, μήπως απ' την λακτάρα | |
η θαυμαστή βασίλισσα τρυφερά δάκρυα χύση. | |
και σύγχρον' ήλθ' ο κήρυκας, και ο θείος χοιροτρόφος, | |
την αυτήν είδησι να ειπούν και οι δυο προς την μητέρα. | 335 |
και 'ς το παλάτι άμ' έφθασαν του θείου βασιλέα, | |
ο κήρυκας, ανάμεσα 'ς ταις δούλαις είπεν· «ήλθε, | |
βασίλισσά μου, ο ποθητός υιός σου από την Πύλο», | |
κ' εσίμωσε ο χοιροβοσκός κ' είπε της Πηνελόπης | |
όσα τον είχε ο ποθητός υιός της παραγγείλει· | |
και άμ' όλα πρόφερε πιστά, το μέγαρον αφήκε | 340 |
και την αυλή, κ' εκίνησε προς τα μανδριά των χοίρων. | |
. | |
Και των μνηστήρων την καρδιάν ηύρ' εντροπή και λύπη· | |
απ' το παλάτι 'ς την αυλή σιμά 'ς το μέγα τείχος | |
εβγήκαν όλοι κ' έμπροσθεν της θύρας εκαθίσαν, | |
και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου· | 345 |
«Έργον μέγα ο Τηλέμαχος κατώρθωσε μ' αυθάδεια, | |
τέτοιο ταξείδι, κ' είπαμε 'που δεν θα το τελειώση. | |
τώρα καράβι εξαίρετο με ναύταις λαμνοκόπους | |
ας ρίξουμε, και σπουδακτά το μήνυμα να φέρουν | |
των φίλων, όπως γλήγορα γυρίσουν 'ς την πατρίδα». | 350 |
. | |
Δεν είχε ο λόγος τελειωθή, και ως έστρεψε την όψι | |
το πλοίον είδ' ο Αμφίνομος μες τον βαθύ λιμένα, | |
και οπού μαζόναν τα πανιά, κ' έπιαναν τα κουπία. | |
από καρδιάς εγέλασε, και των συντρόφων είπε· | |
«Το μήνυμα τι θέλουμεν; ιδέ τους οπ' εμπήκαν· | 355 |
ή κάποιος από τους θεούς τους το 'πε, ή το καράβι | |
'που προσπερνούσ' είδαν αυτοί και δεν το καταφθάσαν». | |
. | |
Αυτά 'πε, και όλοι εκίνησαν κατά το περιγιάλι· | |
κ' ευθύς 'ς την γην ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, | |
και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν. | 360 |
κ' εκείνοι ομού 'ς την αγορά βαδίζαν ουδ' αφίναν | |
να συγκαθίση άλλος κανείς των νέων ή γερόντων. | |
και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους· | |
«Ωιμένα! πώς οι αθάνατοι τούτον τον άνδρα εσώσαν! | |
ήσαν ολήμερα σκοποί 'ς ταις ανεμώδεις άκραις, | 365 |
κ' εξάλλαζαν αδιάκοπα· και ότ' έφθανε το σκότος | |
δεν ξενυχτούσαμε 'ς την γην, αλλά 'ς το γοργό πλοίο | |
επλέαμ' ως το χάραμμα, κρυμμένοι καρτερώντας, | |
του Τηλεμάχου την ζωή να πάρουμε άμα φθάση· | |
κ' εκείνον ωστόσ' έφερε θεός εις την πατρίδα. | 370 |
αλλ' όλεθρον ας εύρουμεν εμείς του Τηλεμάχου, | |
να μη ξεφύγη, τώρα εδώ' κ' ελπίδα εγώ δεν έχω, | |
όσο ζη 'κείνος, να ευρεθή των έργων τούτων άκρη, | |
ότ' ήδη απόκτησεν αυτός σκέψι πολλή και γνώσι, | |
και την αγάπη του λαού δεν έχουμεν ως πρώτα. | 375 |
αλλά βιασθήτε, πριν αυτός εις σύνοδο καλέση | |
τους Αχαιούς· ότι, θαρρώ, δεν θ' αμελήση, θα 'λθη | |
μ' οργή πολλή, θα σηκωθή και 'ς όλους θα κηρύξη, | |
πως φόνον του ωργανίζαμε και πως εσώθη μόλις· | |
και τ' άνομ' έργ' ακούοντας αυτοί δεν θα επαινέσουν· | 380 |
κάποιο κακό θα πάθουμε· μήπως και απ' την πατρίδα | |
μας διώξουν και να φύγουμε μας βιάσουν εις τα ξένα. | |
αλλ' ή μακράν εις τον αγρόν, ή ως έρχεται 'ς την πόλι, | |
ας τον κτυπήσουμ' έγκαιρα· κατόπι ας μοιρασθούμε | |
τα κτήματ' όλ', αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, | 385 |
να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που θα την πάρη νύμφη. | |
και αν τούτο σεις δεν δέχεσθε, και θέλετε να ζήση | |
αυτός και όλα να χαίρεται τα πατρικ' αγαθά του, | |
ας μη συναθροιζόμεθεν εδώ να καταλυούμε | |
τους θησαυρούς του· και καθείς ας κάμνη την μνηστεία | 390 |
με δώρ' από το σπίτι του, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, | |
οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα». | |
. | |
Αυτά 'πε και όλοι εσίγησαν, άφωνοι έμειναν όλοι· | |
του Αρητιάδη βασιληά, του Νίσου ο λαμπρός γόνος | |
άρχισε τότ', ο Αμφίνομος, που από το σιτοφόρο | 395 |
χλωρό Δουλίχιον αρχηγός μνηστήρων είχεν έλθει· | |
κ' ήσαν οι λόγοι του αρεστοί πολύ της Πηνελόπης, | |
ότι καλοπροαίρετο το φρόνημ' είχ' εκείνος. | |
τότε 'ς αυτούς ωμίλησε με καλήν γνώμη, κ' είπε· | |
«Ω φίλοι τον Τηλέμαχον δεν ήθελα φονεύσει· | 400 |
και γενεάν βασιλικήν είναι βαρύ να σβύσης· | |
αλλ' όμως να ερευνήσουμε την θεία γνώση πρώτα· | |
και αν του μεγάλου του Διός οι ορισμοί τον στέργουν, | |
πρώτος εγώ φονεύω τον και όλους τους άλλους σπρώχνω. | |
και, αν το εμποδίζουν οι θεοί, να παύσετε σας λέγω». | 405 |
. | |
Είπε και εις όλους άρεσεν ο λόγος του Αμφινόμου. | |
εκείθεν προς τα δώματα κίνησαν του Οδυσσέα, | |
και ότ' έφθασαν εκάθιζαν 'ς τα στιλβωτά θρονία. | |
. | |
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' εφευρήκεν άλλο, | |
να φανισθή των αυθαδών υβριστικών μνηστήρων, | 410 |
ότι έμαθε 'ς το δώμα της τον κίνδυνον του υιού της· | |
ο Μέδοντας ο κήρυκας όσ' άκουσε της είπε. | |
και με ταις κόραις συνοδιά 'ς το μέγαρο κατέβη· | |
και ως έφθασεν η ασύγκριτη γυναίκα 'ς τους μνηστήραις, | |
της στερεοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη, | 415 |
κ' εκράτει εμπρός την όψι της το μαλακό μαγνάδι, | |
και με βαρείς ονειδισμούς τότ' είπε του Αντινόου· | |
«Κακούργε Αντίνοε και υβριστή! και 'ς την Ιθάκη σ' έχουν | |
πρώτον απ' τους ομήλικαις 'ς την σκέψι και 'ς τους λόγους· | |
και τέτοιος δεν ήσουν ποτέ· τρελλέ, πώς οργανίζεις | 420 |
του Τηλεμάχου θάνατον εσύ; δεν έχεις σέβας | |
των ικετών, ενώ 'ς αυτούς μάρτυρας είναι ο Δίας; | |
και να οργανίζουμε κακά των άλλων, είναι κρίμα. | |
δεν ξεύρεις, 'που ο πατέρας σου 'ς εμάς ικέτης ήλθε; | |
τι τον εμίσησε ο λαός, ότ' είχ' εκείνος βλάψει | 425 |
τους Θεσπρωτούς με συντροφιά ληστών από την Τάφο, | |
κ' ήσαν εκείνοι φίλοι μας· και να τον θανατώσουν | |
ζητούσαν και όλους να χαρούν αυτοί τους θησαυρούς του· | |
αλλ', αν κ' εμάνιζαν πολύ, τους κράτησ' ο Οδυσσέας. | |
κείνου το σπίτι χάρισμα συ κατατρώγεις τώρα, | 430 |
μνηστεύεις την γυναίκα του, φονεύεις το παιδί του, | |
κ' εμέ θλίβεις κατάκαρδα· αλλά να παύσης λέγω | |
'ς εσέ, και των συντρόφων σου πρόσταζε συ να παύσουν». | |
. | |
Και αντείπε αυτής ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου· | |
Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, | 435 |
θάρρου· ως προς τούτα παντελώς έννοια μη βάλη ο νους σου. | |
δε εγεννήθ' ο άνθρωπος, ή θα ευρεθή κατόπι, | |
χέρι να βάλη φονικό του υιού σου Τηλεμάχου, | |
όσο εγώ ζω κ' εδώ 'ς την γη βλέπω το φως του ηλίου. | |
κ' ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη· | 440 |
ευθύς το μαύρον αίμα του 'ς την λόγχη μου θα ρεύση. | |
ότι κ' εμέ συχνόπαιρνεν ο ήρωας Οδυσσέας | |
'ς τα γόνατα του, κ' έβαζε 'ς τα χέρια μου ψημένο | |
κρέας, και κόκκινο κρασί μου σίμονε 'ς τα χείλη. | |
όθεν προς τον Τηλέμαχο περίσσιαν έχω αγάπη· | 445 |
και απ' τους μνηστήραις θάνατον, του λέγω, ας μη φοβήται· | |
αλλ', αν προέλθη απ' τους θεούς, αποφυγή δεν είναι». | |
να την θαρρεύση αυτά 'λεγε, κ' έπλεκε αυτός τον φόνο. | |
. | |
Κ' εκείνη 'ς τα περίλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη, | |
κ' έκλαιε τον Οδυσσέα της, ως ότου γλυκόν ύπνο | 450 |
'ς τα βλέφαρα της έχυσεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη. | |
. | |
Και ο θείος ο χοιροβοσκός το εσπέρας επανήλθε, | |
ενώ μαζή με τον υιόν ετοίμαζ' ο Οδυσσέας | |
τον δείπνο, με χρονιάρικο θρεφτάρι 'που 'χαν σφάξει. | |
κ' ήλθ' η Αθηνά κ' εκτύπησε τον θείον Οδυσσέα, | 455 |
με το ραβδί και γέροντα τον έκαμεν οπίσω, | |
και ρούχα του 'βαλε πτωχά, μήπως ο χοιροτρόφος, | |
άμα 'ς τα μάτια τον ιδή, γνωρίση τον και τρέξη | |
της Πηνελόπης να το ειπή και δεν το κρύψη ο νους του. | |
. | |
Και πρώτος ο Τηλέμαχος προσφώνησεν εκείνον· | 460 |
«Μας ήλθες, Εύμαιε καλέ' τι φήμ' είναι 'ς την πόλι; | |
απ' το καρτέρ' ήδ' έγυραν οι απόκοτοι μνηστήρες, | |
ή ακόμη αυτού με καρτερούν, κ' εγώ 'μαι 'ς την πατρίδα;» | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· | |
«Εμέν' αυτά δεν έμελε να μάθω, να ερευνήσω, | 465 |
'ς την πόλι τριγυρίζοντας· και μ' έβιαζε η ψυχή μου, | |
άμ' είχα ειπεί την είδησιν, εδώ να φθάσω πάλι. | |
ήλθε μαζή μου μηνυτής γοργός απ' τους συντρόφους | |
κήρυκας, κ' είπε πρώτ' αυτός τον λόγο της μητρός σου. | |
και άλλο γνωρίζω, πώτυχε να ιδούν οι οφθαλμοί μου· | 470 |
άνω απ' την πόλιν, εις του Ερμή την ράχην, είχα φθάσει, | |
κ' εκείθε γοργοκίνητο ξαγνάντευσα καράβι, | |
'πώμπαινε 'ς τον λιμένα μας, και πλήθος ανδρών είχε, | |
και λόγχαις ήταν δίστομαις και ασπίδαις φορτωμένο· | |
και ότ' ήσαν κείνοι ελόγιασεν ο νους μ', ουδ' άλλο ξεύρω» | 475 |
. | |
Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος τα μάτια 'ς τον πατέρα | |
χαμογελώντας έστρεψε, κρυφ' απ' τον χοιροτρόφο. | |
. | |
Και άμ' απ' τον κόπον έπαυσαν κ' έτοιμος ήτ' ο δείπνος, | |
δειπνούσαν, και όλοι ευφράνθηκαν 'ς το ισόμοιρο τραπέζι· | |
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, | 480 |
την κλίνην ενθυμήθηκαν κ' εχάρηκαν τον ύπνο. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Ρ | |
. | |
. | |
. | |
Εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, | |
και ο περιπόθητος υιός του θείου Οδυσσέα, | |
Τηλέμαχος, τα εύμορφα σανδάλια του εποδέθη, | |
λόγχην εφούκτωσε βαρειά, και, ως ήταν κινημένος | |
να πάη 'ς την πόλιν, έλεγε προς τον χοιροβοσκόν του· | 5 |
«'Στην πόλιν αποφάσισα να υπάγω, γέροντά μου, | |
όπως η μάννα μου με ιδή· γιατί δεν θέλει παύση | |
πικρά να κλαίη, να θρηνή, να βαρυαναστενάζη, | |
πριν ή με ιδούν τα μάτια της· και σε το εξής προστάζω· | |
τούτον τον ξένον άμοιρον 'ς την πόλι θα οδηγήσης, | 10 |
κει να ζητεύη· του πτωχού θα δώσ' όποιος θελήση | |
χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί· και ως προς εμέ, να τρέφω | |
κάθ' άνθρωπον δεν δύναμαι, με τόσα πάθη 'πώχω. | |
κ' εάν ο ξένος χολευθή, χειρότερα θα πάθη· | |
και την αλήθεια καθαρά μ' αρέγει να προφέρω». | 15 |
. | |
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησ' Οδυσσέας· | |
«Αγαπητέ μου, αλλ' ούτ' εγώ ζητώ να με κρατήσουν· | |
κάλλια συμφέρει του πτωχού 'ς την πόλι να ζητεύη | |
ή 'ς τους αγρούς· κ' εκεί 'ς εμέ θα δώσ' όποιος θελήση. | |
τα χρόνια δεν με συγχωρούν να μένω εγώ 'ς ταις μάνδραις, | 20 |
για να 'μαι εις κάθε προσταγήν υπήκοος του κυρίου, | |
αλλά να πας και, ως πρόσταξες, τούτος θα μ' οδηγήση, | |
αφού 'ς την στία ζεσταθώ και το ηλιοπύρι ανάψη. | |
άθλια φορώ φορέματα· μη με νεκρώσ' η πάχνη | |
η πρωινή· και, ως λέγετε, μακράν απέχ' η πόλις». | 25 |
. | |
Κ' εχύθηκε ο Τηλέμαχος απ' την αυλή με βία, | |
και των μνηστήρων όλεθρον ο νους του εμελετούσε. | |
και ότε 'ς τους δόμους έφθασε τους ευμορφοκτισμένους, | |
έστησε το κοντάρι του προς τον υψηλόν στύλο, | |
προχώρησε κ' εδιάβηκε το λίθινο κατώφλι. | 30 |
. | |
Τότε η βυζάστρα Ευρύκλεια τον είδε απ' όλους πρώτη, | |
ενώ προβείαις άπλονε 'ς τα τεχνικά θρονία, | |
κ' ήλθ' έμπροσθέν του κλαίοντας· ολόγυρα κ' η άλλαις | |
δούλαις εσυναθροίζονταν του αδάμαστου Οδυσσέα, | |
και με χαραίς 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, τον φιλούσαν. | 35 |
απ' τον κοιτώνα η φρόνιμη τότ' ήλθε Πηνελόπη, | |
κ' έλαμπε ωσάν την Άρτεμιν ή ωσάν την Αφροδίτη. | |
έκλαψ', εσφικταγκάλιασε τον ποθητόν υιόν της, | |
και 'ς το κεφάλι, 'ς τα λαμπρά μάτια τον εφιλούσε. | |
και με παράπον' έλεγε· «Ήλθες, ω γλυκό φως μου, | 40 |
Τηλέμαχε, και να σε ιδώ δεν έλπιζα εγώ πλέον, | |
αφού 'ς την Πύλον έπλευσες, χωρίς το θέλημά μου, | |
κρυφά, να μάθης άκουσμα του ποθητού πατρός σου. | |
αλλ' ό,τ' είδες ή και άκουσες, ειπέ μ' ένα προς ένα». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της, κ' είπε· | 45 |
«Μητέρα, μη 'ς τα κλάυματα κινήσης την ψυχήν μου, | |
'που μόλις απ' τον κίνδυνον εβγήκα του θανάτου. | |
αλλά, το σώμ' αφού λουσθής και καθαρά φορέσης, | |
'ς τ' ανώγι αναίβα κ' έπαρε κατόπι σου ταις κόραις, | |
και τάξου 'ς όλους τους θεούς τελείαις εκατόμβαις, | 50 |
ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. | |
κ' εγώ θα πάω 'ς την αγορά τον ξένον να καλέσω, | |
κείνον, 'που μ' ακολούθησεν ότε για δω κινούσα· | |
με τους λαμπρούς συντρόφους μου τον έχω εγώ προπέμψει, | |
και του Πειραίου σύστησα να τον φιλοξενίζη | 55 |
'ς το σπίτι του με σεβασμό και αγάπην, ως να φθάσω». | |
. | |
Αυτά 'π' εκείνος και άπτερος 'ς αυτήν ειπώθη ο λόγος. | |
και, άμ' έλουσε το σώμα της κ' εφόρεσε καθάρια, | |
όλων ετάχθη των θεών τελείαις εκατόμβαις, | |
ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. | 60 |
. | |
Εβγήκεν ο Τηλέμαχος, και το κοντάρι εκράτει, | |
και σκύλοι δυο γοργόποδες κατόπι ακολουθούσαν. | |
αυτόν με χάρι αμίλητην περιέχυνεν η Αθήνη, | |
και, ως προχωρούσ', εθαύμαζαν αυτόν όλα τα πλήθη. | |
γύρω του συναθροίζονταν οι ανδρικοί μνηστήρες· | 65 |
ωραία λέγαν, αλλ' ο νους ολέθρια μελετούσε, | |
αλλά μέσ' απ' το πλήθος τους εσύρθη αυτός κ' επήγε | |
'ς το μέρος, όπου εκάθιζαν οι πατρικοί του φίλοι, | |
ο Μέντορας, ο Άντιφος, και αντάμ' ο Αλιθέρσης· | |
κ' επήρε θέσι· και όλ' αυτοί να μάθουν τον ερώταν. | 70 |
και ο Πείραιος ο κονταριστής τον ξένον ωδηγούσε | |
'ς την αγορά, διαβαίνοντας την πόλι, κ' ήλθ' εμπρός του· | |
ουδ' άργησε ο Τηλέμαχος τον ξένον ν' απαντήση. | |
και πρώτος τότε ο Πείραιος προσφώνησεν εκείνον· | |
«'Στο σπίτι μου, ω Τηλέμαχε, προβόδα ευθύς ταις δούλαις, | 75 |
να σου αποστείλ' ογλήγορα τα δώρα του Ατρείδη». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | |
«Πείραιε, δεν γνωρίζουμεν αυτά πώς θα τελειώσουν· | |
αν δολερά 'ς το σπίτι μου με σφάξουν οι μνηστήρες, | |
και όλην κατόπι μοιρασθούν την πατρική μ' ουσία, | 80 |
προτιμώ συ να τα χαρής παρ' απ' αυτούς κανένας. | |
και πάλι αν θάνατον εγώ πικρόν τους οργανίσω, | |
προς μέ φαιδρόν 'ς το σπίτι μου φαιδρός θέλει τα φέρης». | |
. | |
Είπε και τον ταλαίπωρον τον ξένον ωδηγούσε | |
'ς το σπίτι του, και άμ' έφθασαν 'ς το υπέρλαμπρο παλάτι, | 85 |
εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις, | |
και 'ς τα καλόξυστα λουτρά εμπήκαν κ' ελουσθήκαν. | |
και αφού τους λούσαν κ' έχρισαν η δούλαις με το λάδι, | |
και τους εφόρεσαν δασειαίς χλαμύδαις και χιτώναις, | |
εβγήκαν από τα λουτρά και 'ς τα θρονιά καθίσαν. | 90 |
και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην | |
χύν', εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, | |
για να νιφθούν· κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός τους. | |
και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτο παραθέτει, | |
και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει τους περίσσα. | 95 |
απέναντ' η μητέρα του, 'ς τον στύλο του μεγάρου, | |
αναπαυμένη 'ς το θρονί, λεπτά 'κλωθε μαλλία. | |
άπλωσαν κείνοι 'ς τα έτοιμα φαγιά 'που εμπρός τους είχαν· | |
και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβύσαν, | |
η Πηνελόπ' η φρόνιμη τότ' άρχισε να λέγη· | 100 |
«Τηλέμαχε, 'ς τ' ανώγι μου θ' αναίβω να πλαγιάσω | |
'ς την κλίνην πολυστένακτην, 'που δάκρυα την ποτίζω | |
απ' ότε για την Ίλιον εκίνησ' ο Οδυσσέας | |
με τους Ατρείδαις· αχ! σκληρέ, να μου ειπής δεν θέλεις, | |
'ς το δώμα τούτο πριν φανούν οι απόκοτοι μνηστήρες, | 105 |
άκουσμα της επιστροφής αν έχης του πατρός σου». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε· | |
«Όλα, μητέρ', αληθινά θα σου αναφέρ' ως είναι. | |
'ς την Πύλο και 'ς τον Νέστορα, ποιμένα των ανθρώπων. | |
εφθάσαμε, και 'ς τα υψηλά παλάτια μας εδέχθη, | 110 |
όπως εγκάρδια δέχεται πατέρας τον υιόν του, | |
όπ' έλειπε πολύν καιρόν όμοια κ' εμένα ο γέρος | |
περιποιήθη εγκαρδιακά, και τα λαμπρά παιδιά του. | |
κ' έλεγ' ότι δεν άκουσεν απ' άνθρωπον 'ς τον κόσμο | |
ο Οδυσσέας ζωντανός αν είν' ή αποθαμένος, | 115 |
αλλά μ' αμάξια μ' άλογα μ' έστειλε 'ς τον Ατρείδη | |
Μενέλαον κονταριστήν εκ' είδα την Αργείαν | |
Ελένη, 'που εξ αιτίας της πολλά πάθ' υποφέραν | |
Τρώες και Αργείοι, των θεών ως θέλησεν η γνώμη. | |
και ο μαχητής Μενέλαος κατόπι μ' ερωτούσε, | 120 |
'ς την θείαν Λακεδαίμονα ποι' ανάγκη μ' έχει φέρει, | |
κ' εγ' όλην του φανέρωσα την καθαρήν αλήθεια. | |
και τότε αυτός μ' απάντησε, τα λόγια τούτα μου 'πε· | |
ω Θε, 'ς την κλίνην ήθελαν ανδρός ανδρειωμένου, | |
εκείνοι, οπού 'ναι άνανδροι, τω όντι να πλαγιάσουν! | 125 |
και ως ελαφίνα, αν δυνατού λεονταριού 'ς τον λόγγο | |
κοιμίση βυζανάρικα νεογέννητα λαφάκια, | |
όρη κατόπι αναζητά και χορτερά λαγκάδια | |
βόσκοντας, και εις την κοίτη του γυρίζει έπειτα εκείνος, | |
και τρομερά με τα μικρά χαλά και την μητέρα· | 130 |
όμοιο 'ς αυτούς ο Οδυσσηάς φρικτό θα φέρη τέλος. | |
και ω Δί', Αθήνη, Απόλλωνα, αν τέτοιος, ως εφάνη | |
'ς την Λέσβο την καλόκτιστη, 'που αμέσως εσηκώθη | |
'ς την πρόσκλησι, κ' επάλαισε με τον Φιλομηλείδη, | |
και ανδρεία τον κατάβαλε, και όλ' οι Αχαιοί χαρήκαν,— | 135 |
αν τέτοιος έλθ' ο Οδυσσηάς να πέσ' εις τους μνηστήραις, | |
'ς όλους ταχύς ο θάνατος, πικρός θα γείν' ο γάμος. | |
και τούτα, οπού παρακαλείς και μ' ερωτάς, δεν θέλει | |
άλλα σου ειπώ ξεφεύγοντας, ουδέ θα σ' απατήσω, | |
αλλ' όσα μου 'πε ο άψευτος γέροντας της θαλάσσης, | 140 |
ένα προς ένα θα σου ειπώ, κανένα δεν θα κρύψω. | |
ότι τον είδ', είπ', εις νησί, πολύ βασανισμένον, | |
'ς της Καλυψώς τα μέγαρα, της νύμφης, 'που με βία | |
κρατεί τον, και δεν δύναται να φθάση 'ς την πατρίδα, | |
ότι καράβια δεν έχει, δεν έχει ούτε συντρόφους, | 145 |
'που να τον φέρουν 'ς τα πλατειά τα νώτα της θαλάσσης. | |
ιδού τι μου 'πε ο μαχητής Μενέλαος Ατρείδης· | |
αυτά 'καμα κ' εγύρισα, και πρύμον μου χαρίσαν | |
οι αθάνατοι, και μ' έστειλαν 'ς την ποθητήν πατρίδα». | |
. | |
Είπε και την ετάραξε 'ς τα βάθη της καρδίας. | 150 |
τότ' είπεν ο θεόμορφος Θεοκλύμενος 'ς εκείνους· | |
«Του Λαερτιάδη ω σεβαστή γυναίκα του Οδυσσέα, | |
δεν ξεύρει εκείνος καθαρά· τον λόγο μου ν' ακούσης· | |
αλάθευτο προμάντευμα θα ειπώ, δεν θα το κρύψω. | |
μάρτυς μου ο Δίας ύψιστος, το ξενικό τραπέζι, | 155 |
και η γωνία, 'πώφθασα του άπταιστου Οδυσσέα, | |
ο Οδυσσέας είν' εδώ 'ς την γη την πατρική του, | |
είτε γυρίζ' ή κάθεται, και τα παράνομ' έργα | |
τούτα ερευνά και όλων κακό φυτεύει των μνηστήρων. | |
μαντικό γνώρισα πουλί, μέσ' από το καράβι, | 160 |
κ' ευθύς προς τον Τηλέμαχο το εξήγησε η φωνή μου». | |
. | |
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε· | |
Τούτος ο λόγος άμποτε τέλος να λάβη, ω ξένε· | |
και τότε την αγάπη μου θα 'γνώριζες και δώρα | |
τόσο πολλά 'π' όποιος σε ιδή θε να σε μακαρίζη». | 165 |
. | |
Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. | |
τότε οι μνηστήρες έμπροσθε 'ς το δώμα του Οδυσσέα | |
με δίσκους διασκέδαζαν και ρίχνοντας ακόντια, | |
'ς την στρωτήν γην όπ' απ' αρχής την έπαρσί τους δείχναν. | |
ήλθε ο καιρός του γεύματος και απ' τους αγρούς τριγύρω | 170 |
οι μαθημένοι τους βοσκοί τα πρόβατα ωδηγούσαν. | |
τους είπε τότε ο Μέδοντας— 'που μόνον των κηρύκων | |
ήθελαν ομοτράπεζον, ότι τον προτιμούσαν,— | |
«Ω νέοι, 'ς τ' αγωνίσματα τώρ' ότ' ευφράνθη ο νους σας | |
πηγαίνετε 'ς τα δώματα να ετοιμασθή το γεύμα, | 175 |
κ' είναι καλό 'ς την ώρα του να γείνη το τραπέζι». | |
. | |
Τότ' εσηκώθηκαν αυτοί κ' εκίνησαν ως είπε· | |
και ότε 'ς τους δόμους έφθασαν τους ευμορφοκτισμένους, | |
εις ταις καθήκλαις έστρωσαν και 'ς τα θρονιά χλαμύδαις· | |
κ' έσφαζαν κείνοι αρνιά τρανά κ' ερίφια σαρκωμένα, | 180 |
μοσχάρι και χοίρους θρεφτούς, το γεύμα να ετοιμάσουν. | |
. | |
Και απ' τον αγρό να καταιβούν 'ς την πόλι ετοιμαζόνταν | |
ο Οδυσσέας και μ' αυτόν ο θείος χοιροτρόφος. | |
και ωμίλησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων· | |
«Ξένε, αφού σήμερα ποθείς σφοδρά να πας 'ς την πόλι, | 185 |
ο κύριός μου ως πρόσταξε,—κ' εγώ θα επιθυμούσα | |
ως φύλακας της στάνης μου οπίσω εδώ να μείνης· | |
αλλά πολύ τον σέβομαι, τρέμω μη μ' ονειδίση | |
κατόπι, κ' οι φοβερισμοί πληγόνουν των κυρίων,— | |
ας πάμε, και παρά πολύ προχώρησεν η ημέρα, | 190 |
και, άμα εσπερώση, δυνατά θα πάθης απ' το κρύο». | |
. | |
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· | |
«Ξεύρω, εννοώ, και μόνος μου σκέπτομαι αυτά 'που λέγεις· | |
αλλ' ας πηγαίνουμε· και συ 'ς τον δρόμο προπορεύου. | |
και δος μου, αν έχης ρόπαλο κομμένο εις κάποιο μέρος, | 195 |
για ν' ακουμπώ, τι δύσκολος, ως λέγετ', είναι ο δρόμος». | |
. | |
Είπε και αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι | |
ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη. | |
και ραβδί του 'δωκε ο βοσκός καθώς το επιθυμούσε· | |
μαζή κινήσαν, κ' έμειναν οι σκύλοι και οι ποιμένες | 200 |
της στάνης φύλακες· και αυτός τον κύριον ωδηγούσε | |
παρόμοιον με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, | |
όπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. | |
αλλ' ότε αυτοί, τον πετρωτόν ακολουθώντας δρόμο, | |
σιμά 'ς την πόλιν έφθασαν,— μες την τεχνητήν βρύσι | 205 |
την κρυσταλλένια, 'πώπαιρναν νερόν όλ' οι πολίταις, | |
του Ιθάκου, του Πολύκτορα και του Νηρίτου κτίσμα, | |
και από λεύκαις ρυάρικαις ολόγυρ' είχε δάσος, | |
ολούθεν όλο κυκλικό· ψηλάθεν από βράχο | |
το κρύον έρρεε νερό· κ' επάν' ήταν κτισμένος | 210 |
βωμός, οπού θυσίαζαν 'ς ταις νύμφαις οι διαβάταις,— | |
εκεί τους ηύρε ο Μέλανθος, το τέκνο του Δολίου, | |
κ' είχε κατόπι δυο βοσκούς 'που ωδήγαν διαλεμμένα | |
ερίφι' απ' όλαις ταις κοπαίς, να φάγουν οι μνηστήρες. | |
και άμα τους είδε μ' άπρεπον και αυθάδη τρόπον είπε | 215 |
λόγια φρικτά, 'που πλήγωσαν τα σπλάγχνα του Οδυσσέα· | |
. | |
Αχρείος τώρ' αληθινά 'π' άλλον αχρείον σέρνει! | |
όμοιον με όμοιον ο θεός πώς πάντοτε ανταμόνει! | |
πού φέρνεις τούτον, άθλιε χοιροβοσκέ, τον χάφτη, | |
ζητιάνον ανυπόφορον, του τραπεζιού κατάραν, | 220 |
'που εις πολλαίς θύραις στέκοντας ταις πλάταις του θα τρίβη, | |
όχι σπαθιά και λέβηταις, αλλά χαψιαίς, ζητώντας; | |
δος τον εμένα, φύλακας της στάνης μου να γείνη, | |
να μου σαρόνη το μανδρί, χλωρά κλαδιά να φέρνη | |
'ς τα ερίφια· και ορό πίνοντας χοντρά μεριά θα κάμη. | 225 |
πλην τώρ' αυτός κακόμαθε, να εργάζεται δεν θέλει, | |
αλλά του αρέγει ελεεινά να σέρνεται 'ς την πόλι, | |
να βόσκη με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία. | |
αλλά θα σ' είπω καθαρά και ό,τι θα ειπώ θα γείνη. | |
'ς τα δώματ' αν πατήση αυτός του θείου Οδυσσέα, | 230 |
'ς την κεφαλήν του ολόγυρα πολλά σκαμνιά, ριμμένα | |
από τα χέρια των ανδρών, θα γδάρουν τα πλευρά του». | |
. | |
Μ' αυτό περνώντας 'ς τα νεφρά τον λάκτισε ο χαμένος· | |
απ' το στρατί δεν έκλινεν, αλλ' έμειν', ο Οδυσσέας· | |
κ' εσκέφθη αν με το ρόπαλον ορμώντας του κατόπι | 235 |
θα τον φονεύσ', ή σηκωτά 'ς την γη θα του κτυπήση | |
την κεφαλήν αλλά 'ς τον νουν υπόμειν', εκρατήθη. | |
τον άλλον κατά πρόσωπον ύβρισ' ο χοιροτρόφος, | |
κ' ευχήθη μεγαλόφωνα, σηκόνοντας τα χέρια· | |
«Νύμφαις κρηναίαις, του Διός κόραις, αν ο Οδυσσέας | 240 |
μεριά ποτέ σας έκαψε με πάχος τυλιγμένα | |
αρνιών κ' ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελειώστε· | |
ας έλθη εκείνος, ο θεός ας τον επαναφέρη· | |
τω όντι θα σκορπίση αυτός τα καλλωπίσματά σου, | |
'που τώρα μ' έπαρσι φορείς και τριγυρνάς 'ς την πόλι | 245 |
πάντοτ', ενώ κακοί βοσκοί τα πρόβατ' αφανίζουν». | |
. | |
Του απάντησε ο γιδοβοσκός· «Ωιμέ, ποιον λόγον είπε | |
ο σκύλος ο παμπόνηρος! κάποτε εις μαύρο πλοίο | |
θα τον περάσω εγώ πολύ μακράν απ' την Ιθάκη, | |
κέρδος να λάβω περισσόν· ότ' είθε μες το δώμα | 250 |
του αργυροτόξου Απόλλωνα τα βέλη να νεκρώσουν | |
σήμερα τον Τηλέμαχον ή η λόγχαις των μνηστήρων, | |
ως ο Οδυσσέας χάθηκε πολύ μακρυά 'ς τα ξένα». | |
. | |
Είπε κ' εκείνους άφησεν, όπ' ήσυχα εβαδίζαν, | |
και αυτός ογλήγορ' έφθασε 'ς το δώμα του κυρίου. | 255 |
εμπήκε κ' ευθύς κάθιζε μαζή με τους μνηστήραις, | |
αντίκρυ 'ς τον Ευρύμαχον, όπ' υπεραγαπούσε. | |
ευθύς μερίδα του 'φεραν κρεάτων οι υπηρέταις, | |
και άρτον κατόπ' η σεβαστή κελλάρισσα, να φάγη. | |
τότ' ο Οδυσσέας έφθασε και ο θείος χοιροτρόφος, | 260 |
κ' έμειναν· ήλθεν ως αυτούς της βαθουλής κιθάρας | |
ο ήχος, ότ' ήδ' άρχιζεν ο Φήμιος το τραγούδι· | |
κ' είπε, το χέρι σφίγγοντας του χοιροτρόφου, εκείνος· | |
«Εύμαιε, τούτα' ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα· | |
ότι και ανάμεσα πολλών καθείς τα ξεχωρίζει· | 265 |
πρώτα θωρώ και δεύτερα, και αυλήν έχουν ωραία | |
με τείχος και με στέφανα, με θύρα στερεωμένη | |
δίφυλλη· ποιος περήφανα θα τα καταφρονούσε; | |
και άνθρωποι μέσα πάμπολλοι, θαρρώ, συμποσιάζουν· | |
ευωδιαστός βγαίνει καπνός, και ηχεί μέσα η κιθάρα, | 270 |
'που της τραπέζης σύντροφον οι αθάνατοι διωρίσαν». | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· | |
«Και τούτο ευθύς ενόησες, και εις όλα γνώσι δείχνεις. | |
αλλ' ας σκεφθούμε τώρα εδώ το πράγμα πώς θα γείνη. | |
ή πρώτος εις τα υπέρλαμπρα παλάτια θα πατήσης | 275 |
προς τους μνηστήραις μόνος σου, κ' εγώ θα μείν' οπίσω· | |
ή, αν θέλης, κοντοστάσου εδώ, κ' εμπρός εγώ πηγαίνω, | |
αλλ' έξω μην αργής πολύ, μη κάποιος σε κτυπήση | |
ή σε βαρέση, άμα σ' ιδή· και ό,τ' είπα συλλογίσου». | |
. | |
Απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας· | 280 |
«Ξεύρω, εννοώ· και, ό,τ' είπες συ μόνος του βάζει ο νους μου. | |
αλλά συ πήγαιν' έμπροσθεν και οπίσω εγώ θα μείνω· | |
και από κτυπιαίς αμάθητος και απ' ακοντιαίς δεν είμαι. | |
βαστά η καρδιά μου, ότι κακά πολλά την βασανίσαν | |
'ς ταις μάχαις και 'ς τα πέλαγα· και αυτό μ' εκείν' ας έλθη. | 285 |
αλλά την λύσσα της κοιλιάς δεν δύνασαι να κρύψης, | |
'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη· | |
για κείνην αρματόνονται και στερεά καράβια, | |
και για να βλάψουν τους εχθρούς διασχίζουν τα πελάγη. | |
. | |
Τα λόγια τούτα ενώ 'λεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους, | 290 |
σκυλί κειτάμεν' ώρθωσε τ' αυτιά και το κεφάλι, | |
ο Άργος, οπ' ο αδάμαστος ανάστησε Οδυσσέας, | |
αλλά δεν τον εχάρηκεν ότ' είχε αναχωρήσει | |
'ς την θείαν Ίλιο πρότερα· 'ς άλλους καιρούς οι νέοι, | |
λαγούς, ζάρκαδ', αγριόγιδα, να κυνηγούν, τον παίρναν· | 295 |
τώρ' οπ' ο κύριος έλειπεν, έμεν' απορριμμένος | |
'ς την πολλήν κόπρον, οπ' εμπρός 'ς την θύραν εσωρεύαν | |
βωδιών και αλόγων άφθονην, κ' έπειτ' αυτούθε οι δούλοι | |
την σήκοναν κ' εκόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα. | |
ο Άργος αυτού κείτονταν σκυλόψειραις γεμάτος· | 300 |
αλλά τότ', άμ' ενόησεν εγγύς τον Οδυσσέα, | |
την ουρά κίνησε, τ' αυτιά χαμήλωσε και πλέον | |
να πα δεν είχε δύναμι σιμά 'ς τον κύριόν του. | |
τούτος εστράφη, εσφόγγισε το δάκρυ, κ' εφυλάχθη | |
από τον Εύμαιον εύκολα, κ' ευθύς τον ερωτούσε· | 305 |
«Εύμαιε, τι σκύλος θαυμαστός και κείτεται 'ς την κόπρο! | |
το σώμ' έχει ωραιότατον, αλλ' ήθελα να μάθω | |
εάν με αυτήν του την ειδή και γοργοπόδης ήταν, | |
ή από τα τραπεζόγλειφα σκυλιά, 'που συνειθίζουν | |
οι κύριοι χάριν ευμορφιάς 'ς τα σπίτια τους να τρέφουν». | 310 |
. | |
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· | |
«Τούτος ο σκύλος, αχ! του ανδρός, 'που απέθανε στα ξένα, | |
τω όντι αν είχε το κορμί, και όσαις τότ' είχε χάραις, | |
ότ' ο Οδυσσέας έφυγε ν' αγωνισθή 'ς την Τροία, | |
και την ανδρειά θα εθαύμαζες και την γοργότητά του. | 315 |
θεριό δεν του 'φευγε ποτέ και 'ς τα πυκνά του λόγγου | |
βάθη, επειδή και ασύγκριτος ιχνών εφάνη γνώστης. | |
τώρα τον έχ' η συμφορά, και ο κύριος του χάθη | |
'ς τα ξένα πέρα, και άσπλαγχναις τον αμελούν η δούλαις. | |
ότι, άμα ιδούν την δύναμι να λείπη των κυρίων, | 320 |
οι δούλοι πλέον τακτικά να εργάζωνται δεν θέλουν. | |
το ήμισυ της αρετής ο βροντητής Κρονίδης | |
παίρνει του ανθρώπου, άμ' εύρη αυτόν η ημέρα της δουλείας». | |
. | |
Είπε και 'ς τα καλόκτιστα δώματα ευθύς εμπήκε, | |
κ' εδιάβηκε το μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήραις. | 325 |
αλλά τον Άργον ηύρηκε του μαύρου χάρου η μοίρα, | |
άμα 'ς τον χρόνον εικοστόν είδε τον Οδυσσέα. | |
. | |
'Σ το δώμα τον χοιροβοσκόν, όπ' έμπαιν', είδε ο θείος | |
Τηλέμαχος, και του 'νευσε σιμά του να καθίση. | |
κύτταξε αυτός ολόγυρα και άδεια καθήκλα πήρε, | 330 |
του μοιραστή, 'που εμοίραζε το πλήθος των κρεάτων | |
εις τους μνηστήραις, 'πώτρωγαν 'ς το δώμ' αραδιασμένοι· | |
την έφερε 'ς την τράπεζα σιμά του Τηλεμάχου, | |
αντίκρυ του, κ' εκάθισε· και ο κήρυκας εμπρός του | |
μερίδα του παράθεσε και άρτον απ' το καλάθι. | 335 |
. | |
Κατόπι του ευθύς έφθασε 'ς τα δώματ' ο Οδυσσέας, | |
παρόμοιος με γέροντα τρισάθλιον ψωμοζήτη, | |
οπ' ακουμπούσε 'ς το ραβδί και αχρεία ρούχα εφόρει. | |
εκάθισε 'ς το φράξινο κατώφλι προς το δώμα, | |
γυρτός 'ς τον κυπαρίσσινον ωραίον παραστάτη, | 340 |
'που ξυλουργός πότ' έξυσε κ' εστάφνισε με τέχνη. | |
εκάλεσε ο Τηλέμαχος σιμά τον χοιροτρόφο, | |
και άρτον επήρε ολάκερον απ' τ' εύμορφο καλάθι, | |
και κρέας, όσο ανταμωταίς η φούχταις του χωρούσαν, | |
κ' είπε· «Του ξένου δόσε αυτά και παρακίνησέ τον | 345 |
να τριγυρνά ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις· | |
καλή δεν είν' η εντροπή 'ς τον άνδρα, 'πώχει ανάγκη». | |
. | |
Αυτά 'πε, και ο χοιροβοσκός, άμ' άκουσε τον λόγο, | |
σιμά του επήγε κ' είπε του με λόγια πτερωμένα· | |
«Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίδει και σου λέγει | 350 |
να τριγυρνάς ζητεύοντας προς όλους τους μνηστήραις, | |
και λέγει ότ' είν' η εντροπή κακή 'ς τον ψωμοζήτη». | |
. | |
Τότε ο πολύγνωμος 'ς αυτόν απάντησε Οδυσσέας· | |
«Ω Δία, τον Τηλέμαχον υπερευτύχισέ μου, | |
και όλα να γείνουν όσ' αυτός εις την ψυχή του θέλει». | 355 |
. | |
Αυτά 'πε, και 'ς ταις φούκταις του τα δέχθη και αυτού χάμου | |
'ς τα πόδια του, τ' απόθωσε 'ς τ' αχρείο του δισάκκι. | |
κ' έτρωγεν όσον ο αοιδός 'ς το μέγαρο ετραγούδα· | |
και ο θείος έπαυεν αοιδός κ' είχε αποφάγει εκείνος, | |
τότε οι μνηστήρες σήκωσαν βοή, και του Οδυσσέα | 360 |
'ς το πλάγι ευρέθ' η Αθηνά και τον παρακινούσε | |
να συμμαζόνη ολόγυρα χαψιαίς απ' τους μνηστήραις, | |
να μάθη τίνες δίκαιοι και τίνες άνομ' ήσαν· | |
και ουδέ μ' αυτό δεν έμελλε καν έναν να λυτρώση. | |
άρχισε αυτός να διακονά δεξιά και 'ς τον καθέναν | 365 |
το χέρι ετέντονε ως παληός να ήταν ψωμοζήτης. | |
και απ' έλεος του έδιδαν, αλλ' είχαν απορία, | |
και αντερωτιόνταν όλοι τους, ποιος είναι, πόθεν ήλθε. | |
. | |
Τότ' είπεν ο γιδοβοσκός Μελάνθιος προς εκείνους· | |
«Ακούτε με, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, | 370 |
γι' αυτόν τον ξένον· ότι εγώ και πρότερα τον είδα· | |
βεβαίως ο χοιροβοσκός εδώ τον ωδηγούσε· | |
αλλά ποσώς δεν ξεύρω εγώ το γένος του πόθ' είναι». | |
. | |
Ο Αντίνοος τότε ωνείδισε σκληρά τον χοιροτρόφο· | |
«Καλά γνωστέ χοιροβοσκέ, τι τούτον συ 'ς την πόλι | 375 |
έφερες; δεν μας έφθαναν πλανήταις τόσοι και άλλοι | |
ζητιάνοι βαρετώτατοι, των τραπεζών κατάραις; | |
ή κλαίεσ' ότι ολίγοι εδώ σου τρώγουν του κυρίου | |
τα πλούτη, κ' ηύρες απ' αλλού συ τούτον να καλέσης;» | |
. | |
Και προς αυτόν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· | 380 |
«Είσ' ευγενής, Αντίνοε, και όμως ορθά δεν λέγεις. | |
και ποίος ζήτησ' απ' αλλού ποτέ να προσκαλέση | |
ξένον, αν μ' ήναι χρήσιμος εις το κοινό τεχνίτης, | |
άνθρωπος μάντης ή ιατρός, ή ξυλουργός, ή ακόμη | |
ο θεολάλητος αοιδός, 'που τέρπει τραγουδώντας; | 385 |
των θνητών μόνοι αυτοί 'ς της γης τα πέρατα καλούνται· | |
αλλά πτωχόν, βάρος κακό, κανείς δεν θα καλέση. | |
αλλ' ο κακοτροπώτερος συ των μνηστήρων είσαι | |
'ς όλους, αλλ' έξοχα 'ς εμέ, τους δούλους του Οδυσσέα. | |
αλλ' αψηφώ σε παντελώς, αρκεί 'ς εμέ να ζήσουν | 390 |
η Πηνελόπ' η φρόνιμη και ο θεϊκός υιός της». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | |
«Ησύχαζε, και, αν μ' αγαπάς, πολλά μη του απάντησης· | |
ο Αντίνοος το 'χει μάθημα καθέναν να ερεθίζη | |
με σκληρά λόγια, και 'ς αυτό κινεί και τους συντρόφους». | 395 |
. | |
Είπε, κ' εκείνου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα· | |
«Καλά για μέν', Αντίνοε, πονείς ωσάν πατέρας, | |
'που 'πες από το μέγαρον ευθύς να φύγη ο ξένος, | |
με βαρύ πρόσταγμα· ο θεός ποτέ να μη το κάμη· | |
δος του απ' αυτά· δεν μου πονεί^ κ' εγώ το λέγω πρώτος. | 400 |
μη την μητέρα μου 'ς αυτό φοβήσου ή καν τους δούλους, | |
'που ευρίσκονται 'ς τα δώματα του θείου Οδυσσέα. | |
αλλ' εκείνο το νόημα συ 'ς την ψυχή δεν έχεις· | |
ότι να φάγης προτιμάς παρ' άλλου συ να δώσης». | |
. | |
Την φωνή τότ' εσήκωσεν ο Αντίνοος και του 'πε· | 405 |
«Τηλέμαχε, υψηλόλογε, ακράτητε, τι είπες! | |
αν τόσο πάρη ο ξένος μας απ' όλους τους μνηστήραις, | |
φεγγάρια τρί' από μακράν το σπίτι θα κυττάζη». | |
. | |
Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει, | |
'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. | 410 |
κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας | |
γέμισαν το δισάκκι του· και, ως έμελλε να γύρη | |
προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα, | |
εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε· «Δόσε ω φίλε· | |
των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας | 415 |
η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος. | |
όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης | |
ψωμί, κ' εγώ 'ς τα πέρατα της γης θα σε δοξάζω. | |
ότι κ' εγώ πανευτυχής 'ς τον κόσμον ήμουν κ' είχα | |
πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, | 420 |
όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη. | |
και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν | |
να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται. | |
αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία. | |
με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω | 425 |
'ς την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση. | |
τα ισόπλευρα καράβια μου 'ς του Αιγύπτου το ποτάμι | |
έστησα· και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων | |
σιμά 'ς τα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, | |
και πρόσκοποι ν' αποσταλούν 'ς ταις κορυφαίς τριγύρω. | 430 |
κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των, | |
και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων, | |
παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις. | |
κ' ευθύς επήγε τ' άκουσμα 'ς την πόλι τους, κ' εκείνοι, | |
άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν· | 435 |
και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι | |
όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας | |
δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας | |
δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. | |
τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, | 440 |
άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν, | |
κ' εμέ 'ς την Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου | |
του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα· | |
κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος». | |
. | |
Του απήντησε ο Αντίνοος κ' εφώναξε· «Ποια μοίρα | 445 |
τούτ' έστειλε το βάσανο, κακήν πληγή του δείπνου; | |
μακράν απ' το τραπέζι μου, 'ς την μέση στάσ', όπ' είσαι, | |
μη γρήγορ' εύρης Αίγυπτον άλλην πικρήν και Κύπρο, | |
καθώς είσ' αδιάντροπος και αυθάδης ψωμοζήτης. | |
με την αράδα 'ς όλους πας· και αφρόντισ' όλοι δίδουν· | 450 |
ότι δεν έχουν κρατημόν ή λύπην, αν χαρίζουν | |
από τα ξέν', αφού πολλά καθένας έχει εμπρός του». | |
. | |
Εσύρθηκε ο πολύγνωμος και απάντησ', ο Οδυσσέας· | |
«Ωιμένα, με το κάλλος σου όμοιον τον νουν δεν είχες! | |
αλάτι από το σπίτι σου πτωχός ας μη προσμένη, | 455 |
αφού 'ς την ξένην τράπεζα καθήμενος αρνήθης, | |
τόσα ενώ χαίρεσαι καλά, χαψιά κ' εμέ να δώσης». | |
. | |
Αυτά 'πε και ο Αντίνοος βαρύτερα εχολώθη, | |
και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα· | |
«Αχ! τώρα πλέον άβλαπτος μέσ' απ' το μέγαρό μας, | 460 |
καθώς πιστεύω, δεν θα βγης, αφού και μας υβρίζεις». | |
. | |
Και, το υποπόδι αρπάζοντας, 'ς του ώμου δεξιού την άκρη | |
τον κτύπησεν· εστάθη αυτός ως βράχος, και τ' ακόντι | |
του Αντίνου δεν τον έσεισε ποσώς, αλλά σιωπώντας | |
την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε· | 465 |
εις το κατώφλι εγύρισε, τ' ολόγεμο δισάκκι | |
καθίζοντας απόθωσε, και των μνηστήρων είπε· | |
«Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες, | |
να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει· | |
όχι δεν έχ' ο άνθρωπος παράπον' ούτε λύπη, | 470 |
αν κτυπηθή μαχόμενος να σώση το δικό του | |
απ' αρπαγή, τα βώδια του ή τα λευκά του αρνία. | |
αλλ' εμ' ο Αντίνοος κτύπησε για την σκληρήν κοιλία, | |
'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη. | |
αλλ' αν θεοί 'ναι των πτωχών, αν Εριννύες είναι, | 475 |
ο χάρος τον Αντίνοον ας εύρη πριν του γάμου». | |
. | |
Του απάντησ' ο Αντίνοος· «Ήσυχα τρώγε, ω ξένε, | |
καθήμενος, ή φύγε αλλού, μη, με την γλώσσα 'πώχεις, | |
από το χέρι τραβηκτά ή από το πόδ' οι νέοι | |
σε σύρουν εις τα δώματα και σ' απογδάρουν όλον». | 480 |
. | |
Αυτά 'πε και αγανάκτησαν υπέρμετρα τότ' όλοι. | |
και νέος είπε απότολμος· «Κακά 'καμες, χαμένε | |
Αντίνοε, τον τρισάθλιον πλανήτην να κτυπήσης. | |
και αν είναι κάποιος των θεών των ουρανοκατοίκων; | |
με ξένους ομοιόνονται, πολλαίς μορφαίς αλλάζουν | 485 |
οι αθάνατοι, και τριγυρνούν 'ς ταις χώραις των ανθρώπων, | |
και την αυθάδεια τους θωρούν και την καλονομία». | |
. | |
Τούτα οι μνηστήρες έλεγαν, και αυτός αδιαφορούσε. | |
το κτύπημα ο Τηλέμαχος μες την καρδιά του αισθάνθη, | |
και όμως χάμου δεν έσταξε το δάκρυ, αλλά σιωπώντας | 490 |
την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε. Last bookmark | 212 |
. | |
Και άμ' άκουσ' ότι εκτύπησαν 'ς το μέγαρον εκείνον | |
η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς το μέσ' είπε των δούλων· | |
«Όμοια και σένα ο τοξευτής ο Φοίβος να κτυπήση». | |
κ' ευθύς τότε η κελλάρισσα της είπεν, η Ευρυνόμη· | 495 |
«Αν πιάσουν η κατάραις μας, τότ' απ' αυτούς κανένας | |
να ίδη την καλόθρονην Ηώ δεν θα προφθάση». | |
και η Πηνελόπη η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· | |
«Όλ' είν' εχθροί, μητέρα μου, αφού κακό μας θέλουν· | |
αλλ' είν' ο Αντίνοος μάλιστα ταίρι του μαύρου χάρου· | 500 |
'ς το δώμα ξένος δύστυχος, όπως τον βιάζ' η χρεία, | |
γυρίζει και ψωμοζητεί, κ' ιδού του δώσαν όλοι | |
οι άλλοι και τον φόρτωσαν με δώρα· εκείνος μόνος | |
με το σκαμνί τον κτύπησε 'ς του ώμου δεξιού την άκρη». | |
. | |
Αυτά 'λεγεν ανάμεσα 'ς ταις δούλαις, καθημένη | 505 |
'ς τον θάλαμόν της· κ' έτρωγεν ο θείος Οδυσσέας. | |
και αυτή σιμά της κάλεσε τον θείο χοιροτρόφο· | |
«Εύμαιε», τον είπεν, «αγαθέ, προσκάλεσε τον ξένον, | |
εδώ να τον καλοδεχθώ και να τον ερωτήσω, | |
αν κάπουθ' έμαθ' είδησι του αδάμαστου Οδυσσέα, | 510 |
ή και αν τον είδε· ότ' εις πολλά μέρη θα βγήκε ο ξένος». | |
. | |
Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· | |
«Να σώπαιναν, βασίλισσα, προς χάριν σου οι μνηστήρες, | |
θα ευφραινόσουν ακούοντας τι λέγει αυτό το χείλι. | |
τον είχα 'ς την καλύβα μου τρεις 'μέραις και τρεις νύκταις· | 515 |
τι 'ς εμέ πρώτα επρόσπεσε φευγάτος απ' το πλοίο, | |
και όμως να ειπή δεν πρόφθασε τα πάθη τ' όλα εκείνος | |
και ως θεοδίδακτος αοιδός ψάλλει χαριτωμένα | |
εις τους ανθρώπους άσματα, και όλοι, προσηλωμένοι | |
'ς την όψι του, ακροάζονται με πόθο το τραγούδι, | 520 |
όμοια και αυτός εμάγευεν εμέ 'ς τα μέγαρά μου. | |
και λέγει ότ' είναι πατρικός ξένος του Οδυσσέα, | |
και ότι 'ς την Κρήτη κατοικεί, του Μίνω την πατρίδα. | |
κείθ' ήλθ' όπως τον κύλησε τον θλιβερόν η μοίρα, | |
και βεβαιόνει ότ' άκουσεν ως προς τον Οδυσσέα | 525 |
εδώ σιμά, 'ς την κάρπιμη των Θεσπρωτών την χώρα, | |
'που ζη και φέρνει θησαυρούς πολλούς εις την πατρίδα». | |
. | |
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρίθη· | |
«Πήγαινε, κράξε αυτόν εδώ, να τά 'πη όλα εμπρός μου. | |
και ας παίζουν κείν', είτ' έμπροθεν 'ς την θύρα καθισμένοι | 530 |
ή αυτού μέσα 'ς τα δώματα, αφού καλόκαρδ' είναι. | |
ότι έχουν όλ' ανέγγικτα 'ς το σπίτι τ' αγαθά τους, | |
τον σίτον, το γλυκό κρασί· τρέφονται μόν' οι δούλοι· | |
κ' εκείνοι εδώ 'ς το σπίτι μας ολοκαιρής συχνάζουν, | |
και βώδια σφάζοντας, αρνιά κ' ερίφια σαρκωμένα, | 535 |
συντρώγουν και το φλογερό κρασί μας καταπίνουν, | |
χαμένα, και όλα φθείρουν τα· ότι άνδρας δεν υπάρχει, | |
ως ο Οδυσσέας άλλοτε, το σπίτι αυτό να σώση. | |
αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, | |
με τον υιόν του εκδίκησι της αδικιάς θα πάρη». | 540 |
. | |
Αυτά 'πε, και ο Τηλέμαχος με κρότον επταρμίσθη, | |
'π' όλο το δώμα εβρόντησε· γέλασ' η Πηνελόπη, | |
και προς τον Εύμαιον έλεγε με λόγια πτερωμένα· | |
«Άμε, τον ξένον κάλεσε, και φέρε τον εμπρός μου· | |
δεν είδες πώς πταρμίσθηκε 'ς τα λόγια 'που 'πα ο υιός μου; | 545 |
δηλοί 'π' άσφαλτος θάνατος θε ναύρη τους μνηστήραις | |
όλους· κανείς τον θάνατον, την μοίρα, δεν θα φύγη. | |
και άλλο τι ακόμη θα σου ειπώ να το φυλάξη ο νους σου· | |
αν τον γνωρίσω αληθινόν εις όσα μου διηγείται, | |
θα τον ενδύσω μ' εύμορφη χλαμύδα και χιτώνα». | 550 |
. | |
Και άμα τον λόγον άκουσε κινήθη ο χοιροτρόφος, | |
σιμά του εστάθη κ' είπε του· «Ω ξένε μου πατέρα, | |
η Πηνελόπ' η φρόνιμη σε προσκαλεί, η μητέρα | |
του Τηλεμάχου, ότ' η ψυχή, και πικραμένη ως είναι, | |
την βιάζει ως προς τον άνδρα της κάτι να σ' ερωτήση. | 555 |
και, αν 'ς όσα ειπής σ' εύρη αληθή, χλαμύδα και χιτώνα | |
θε να σ' ενδύση, και απ' αυτά μεγάλην έχεις χρεία· | |
και την κοιλία δύνασαι γύρου ψωμοζητώντας | |
να βόσκης, και όποιος βούλεται ψωμί θέλει σου δώση». | |
. | |
Του απάντησ' ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· | 560 |
«Εύμαιε, τα πάντα παρευθύς μ' αλήθεια θα ιστορούσα | |
της Πηνελόπης, συνετής του Ικαρίου κόρης· | |
'ς την δυστυχία σύντροφος τα πάθη αυτού γνωρίζω. | |
αλλά το πλήθος των κακών μνηστήρων με φοβίζει, | |
'που την αυθάδεια σήκωσαν ως τ' ουρανού τον θόλο. | 565 |
ότι και τώρα, οπότε αυτός, 'ς το δώμα ενώ γυρνούσα, | |
μ' εκτύπησε, μ' επλήγωσε, χωρίς κακό να πράξω, | |
βοηθός μ' ούτε ο Τηλέμαχος δεν έδραμεν ούτ' άλλος. | |
της Πηνελόπης άρα ειπέ, πολλήν αν κ' έχη βία, | |
να καρτερή 'ς τον θάλαμον ο ήλιος ως να δύση. | 570 |
τότε ως προς την επιστροφήν ας μ' ερωτά του ανδρός της, | |
και ας με καθίση αυτού 'ς την στιά· παληά ρούχα φοράω, | |
καθώς το ηξεύρεις, τι 'ς εσέ πρώτον ικέτης ήλθα». | |
. | |
Και, άμα τον λόγον άκουσε, κινήθη ο χοιροτρόφος, | |
και, το κατώφλι ως πέρασε, τον είπε η Πηνελόπη· | 575 |
«Εύμαιε, δεν τον έφερες; τι σκέφθηκε ο πλανήτης; | |
ή κάποιος τον ετρόμαξεν, ή κ' εντροπή τον πήρε | |
μέσα 'ς το δώμα· είναι κακός ο εντροπαλός πλανήτης». | |
. | |
Και προς αυτήν απάντησες, ω Εύμαιε χοιροτρόφε· | |
«Ορθά τα λέγει, και καθείς θα 'βαζε αυτό 'ς τον νουν του, | 580 |
μη πάθη απ' την αποκοτιά των υβριστών μνηστήρων. | |
και λέγει σου να καρτερής ο ήλιος ως να δύση. | |
και σέ τούτο, βασίλισσα, καλήτερα συμφέρει, | |
μόνη του ξένου να ομιλής, να τον ακούης μόνη». | |
. | |
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη απάντησέ του κ' είπε· | 585 |
«Καλά του ξένου βλέπει ο νους τι να συμβή τυχαίνει· | |
ότι το γένος των θνητών ανθρώπων άλλους άνδραις | |
δεν έχει αυθάδεις, ως αυτούς, κ' εργάταις ανομίας». | |
. | |
Αυτά 'πε· τότ' εγύρισε 'ς το πλήθος των μνηστήρων, | |
όλ' αφού της φανέρωσεν, ο θείος χοιροτρόφος. | 590 |
κ' εσίμωσε την κεφαλή, μη τον ακούσουν άλλοι, | |
του Τηλεμάχου, κ' έλεγε· «Θα υπάγω να φυλάξω | |
τους χοίρους και όλα τ' άλλα εκεί, το βιο σου και το βιο μου· | |
ως προς τα εδώ συ φρόντιζε, και πρώτ', αγαπητέ μου, | |
τον εαυτό σου φύλαξε, και πρόσεχε μη πάθης· | 595 |
ότι πολλοί των Αχαιών ολέθριαν έχουν γνώμη. | |
αχ! να τους χάση ο βροντητής πριν μας εξολοθρεύσουν». | |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε· | |
«Πατέρα, ως είπες, θα γενή· συ φύγ' άμ' εσπερώση, | |
και γύρισ' αύριο την αυγή, και σφακτά φέρε ωραία· | 600 |
ως προς τα εδώ πρώτα οι θεοί κ' ύστερα εγώ φροντίζω». | |
. | |
Και 'ς το καλόξυστο σκαμνί κάθισε πάλι εκείνος· | |
και 'ς το φαγί και εις το πιοτόν άμα η ψυχή του ευφράνθη, | |
'ς την χοιρομάνδρα εγύρισε και άφησε το παλάτι, | |
όπ' ήσαν σύνδειπνοι πολλοί· κ' ετέρπονταν εκείνοι | 605 |
εις το τραγούδι, 'ς τον χορόν, ότ' είχε η νύκτα φθάσει. | |
. | |
. | |
. | |
Ραψωδία Σ | |
. | |
. | |
. | |
Ήλθε αυτού πάγκοινος πτωχός, 'που ζήτευε 'ς την πόλιν | |
Ιθάκη, για την λυσσερή κοιλιά του ξακουμένος, | |
να πιή, να φάγη, αχόρταστος· και δύναμι δεν είχε | |
ανδρείαν ούτε, αν και τρανός εφάνταζε 'ς την όψι. | |
Αρναίον τον ωνόμασεν η σεβαστή μητέρα | 5 |
εκ γενετής· αλλ' έκραζαν Ίρον αυτόν οι νέοι, | |
ότι μηνύματ' έφερνεν, οπόταν τον προστάζαν. | |
να διώξη απ' το παλάτι του τον Οδυσσέα 'κείνος | |
ήλθε, και ωνείδιζεν αυτόν με λόγια πτερωμένα· | |
«Φεύγ' απ' την θύρα, γέροντα, μη και σε ποδοσύρουν· | 10 |
και δεν θωρείς πώς όλοι αυτοί 'ς εμένα βλεφαρίζουν | |
για να σε σύρω; όμως εγώ το παίρνω 'ς εντροπή μου. | |
αλλ' άστ', αν δεν επιθυμείς 'ς τα χέρια να πιασθούμε». | |
. | |
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας· | |
«Άθλιε, κακό δεν σώκαμα, λόγον κακόν δε σου 'πα, | 15 |
ούτε φθονώ σε και αν πολλά σου δώσουν· το κατώφλι | |
τούτο χωρεί κ' εμάς τους δυο· και αν άλλος από ξένα | |
πράγματα λάβη, μη φθονής· είσαι, θαρρώ, πλανήτης, | |
ως είμ' εγώ, και απ' τους θεούς προσμένουμ' ευτυχίαις. | |
και εις μάχη μη με προκαλής πολύ, μήπως θυμώσω, | 20 |
και, αν κ' είμαι, γέρος, μ' αίματα το στήθος και τα χείλη | |
σου βάψω· και ησυχώτερος θε να 'μεν' άμα λείψης | |
αύριον· ότ' η όρεξι, θαρρώ, θα σου περάση | |
άλλη φορά 'ς το μέγαρο να γύρης του Οδυσσέα». | |
. | |
Εχόλωσε και αντείπε του τότε ο πλανήτης Ίρος· | 25 |
«Θε μου, 'γοργά 'που φλυαρεί, 'σαν καμινεύτρα γραία, | |
τούτος ο χάφτης! ήθελα κακά να τον κτυπήσω | |
και με τα δυο, και όλα 'ς την γη τα δόντια να του ρίξω, | |
ωσάν της γρούνας, 'που χαλά χωράφι σιτοφόρο. | |
τώρ' έλα ζώσου, όλοι μαζή να μας ιδούν και τούτοι | 30 |
να κτυπηθούμε· και πώς συ με νέον θα παλαίσης;» | |
. | |
Με τέτοιον άγριον θυμόν, εις ταις υψηλαίς θύραις | |
έμπροσθεν, κείνοι εμάλοναν, εις το ξυστό κατώφλι. | |
τους άκουσεν η σεβαστή δύναμι του Αντινόου, | |
μ' όρεξι χασκογέλασε και των μνηστήρων είπε· | 35 |
«Ω φίλοι, ως τώρα θέαμα παρόμοιο δεν εστάθη· | |
ξεφάντωσις, οπ' ο θεός εδώ μας έχει στείλει! | |
'ς τα χέρια θέλουν να πιασθούν ο ξένος με τον Ίρο· | |
κ' εμείς να τους συμπλέξουμεν, ω φίλοι, ας μην αργούμε. | |
. | |
Είπε, και όλοι πετάχθηκαν γελώντας κ' εσταθήκαν | 40 |
εις τους πτωχούς ολόγυρα τους κακοενδυμένους. | |
και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος ανάμεσά τους είπε· | |
«'Σ ό,τι θα ειπώ προσέξετε, μνηστήρες ανδρειωμένοι· | |
εδώ 'ς την στιά γιδοκοιλιαίς στέκονται φυλαμμέναις, | |
που μ' αίμα ταις γεμίσαμε και πάχος για τον δείπνο. | 45 |
όποιος καλήτερος φανή, και νικηφόρος έβγη, | |
ας σηκωθή και απ' ταις κοιλιαίς όποιαν του αρέση ας πάρη. | |
κ' έπειτ' ας τρώγη πάντοτε μ' εμάς, ουδέ κανέναν | |
άλλον θ' αφήσουμε πτωχόν 'ς εμάς να πλησιάση». | |
. | |
Αυτά 'π' ο Αντίνοος και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος. | 50 |
με δόλον ο πολύγνωμος τότ' είπεν Οδυσσέας· | |
«Αγαπητοί, δεν γίνεται με νέον να παλαίση | |
γέρος πολυβασάνιστος· αλλά με βιάζει τώρα, | |
για να δαρθώ ο ταλαίπωρος, η πάγκακη κοιλία, | |
αλλ' όλοι σεις ομόσετε 'ς εμένα φρικτόν όρκο, | 55 |
βοηθός του Ίρου να μη βγη κανείς να με πατάξη | |
άνομα, και αποκάτω του να με καταδαμάση». | |
. | |
Αυτά 'πε και όλοι ωρκίσθηκαν όπως αυτός ζητούσε. | |
και άμα τον όρκον ώμοσαν κ' επρόφεράν τον όλον, | |
είπ' ο ιερός Τηλέμαχος· «Αν ν' αποκρούσης κείνον, | 60 |
ω ξένε, σπρώχνει σε η καρδιά κ' η ανδρική ψυχή σου, | |
από τους άλλους Αχαιούς κανέναν μη φοβήσαι, | |
τι θα παλαίση με πολλούς όποιος εσέ κτυπήση. | |
ξένος μου είσαι· οι βασιλείς 'ς την γνώμη μου συντρέχουν, | |
ο Αντίνοος και ο Ευρύμαχος, άνδρες και οι δυο με γνώσιν. | 65 |
. | |
Είπε και όλοι εσυμφώνησαν· κ' έζωσεν ο Οδυσσέας | |
τα κρυφά με τα ράκη του, κ' έδειξε τότε ωραία | |
τρανά μεριά, κ' εφάνηκαν οι ώμ' οι πλατείς, τα στήθη, | |
και οι δυνατοί βραχίονες· η Αθήν' ήλθε σιμά του | |
και του ποιμένα των λαών ελάμπρυνε τα μέλη. | 70 |
εθαύμασαν υπέρμετρα τότε οι μνηστήρες όλοι, | |
κ' εστράφη κάποιος κ' έλεγε κυττώντας τον πλησίον· | |
«Ο Ίρος Άιρος το κακό, 'που θέλησε, να πάθη· | |
του γέρου τα παληόρουχα ιδές μερί, 'που κρύβαν!» | |
. | |
Αυτά 'πε κ' εταράχθηκε μέσα η καρδιά του Ίρου· | 75 |
αλλά τον ζώσαν στανικώς οι δούλοι και τον φέραν, | |
'που του 'τρεμαν ολόβολα τα μέλη από τον φόβο. | |
ο Αντίνοος τον ωνείδισε και του 'πε· «Α! να μη ζούσες, | |
α! να μην είχες γεννηθή, καμαρωτό βουβάλι, | |
αφού τούτον τον άνθρωπον φοβείσαι και τρομάζεις, | 80 |
'που οι χρόνοι τον εσύντριψαν και τούτ' η συμφορά του. | |
αλλά θα σ' είπω φανερά και ο λόγος μου θα γείνη· | |
αν τούτος ανδρειότερος φανή και σε νικήση, | |
για την στερηά σε ρίχνω ευθύς 'ς ολόμαυρο καράβι, | |
'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου, | 85 |
μύτη και αυτιά μ' αλύπητο μαχαίρι να σου κόψη, | |
και τα κρυφά σου ανάσπαστα να δώση ωμά των σκύλων». | |
. | |
Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν | |
αυτού 'ς την μέση· τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν, | |
κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, | 90 |
να τον κτυπήση ώστε νεκρός 'ς τον τόπο αυτού να πέση, | |
ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου, | |
κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση, | |
μη τον νοήσουν οι Αχαιοί· και ως ανασηκωθήκαν | |
'ς τον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας | 95 |
εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα, | |
και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα· | |
χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα, | |
έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες | |
από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. | 100 |
και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας | |
απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης, | |
και 'ς της αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση, | |
ραβδί 'ς το χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου· | |
«Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, | 105 |
και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης, | |
ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης». | |
. | |
Είπε, τ' αχρείο κρέμασε 'ς τον ώμο του δισάκκι | |
ολότρυπο, κ' είχε χοντρό σχοινί να το βαστάη, | |
και 'ς το κατώφλι εγύρισε κ' εκάθισε· κ' εκείνοι | 110 |
γελώντας πάλιν έμπαιναν και τον περιχαιρόνταν· | |
«Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, | |
ό,τι πλειότερο ποθείς, ό,τ' η ψυχή σου θέλει, | |
'που τούτον τον αχόρταγον 'ς την πόλι να ζητεύη | |
έπαυσες· ότι 'ς την στερηά θε να σταλή με πλοίο | 115 |
'ς τον βασιλέαν Έχετον, αδικητήν του κόσμου». | |
Είπαν, κ' εχάρη 'ς την ευχήν ο θείος Οδυσσέας. | |
ο Αντίνοος τότε μιαν τρανή κοιλιά του 'βαλ' εμπρός του | |
με πάχος κ' αίμα ολόγεμην· ο Αμφίνομος επήρε | |
απ' το κανίστρι δυο ψωμιά και απόθωσέ τα εμπρός του, | 120 |
και με ποτήρι ολόχρυσο τον χαιρετούσε κ' είπε· | |
«Ξένε πατέρα, χαίρε μου· καλαίς να ιδής ημέραις | |
καν εις το εξής· τώρα πολλά σε βασανίζουν πάθη». | |
. | |
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· | |
«Αμφίνομε, μου φαίνεσαι με γνώσι προικισμένος· | 125 |
και του πατρός σου την καλήν την φήμην έχω ακούσει, | |
πως μέγας ήταν και αγαθός ο Νίσος Δουλιχέας. | |
υιός εκείνου λέγεσαι και άνδρας καλός ομοιάζεις· | |
όθεν και λόγον θα σου ειπώ, να τον φυλάξη ο νους σου. | |
απ' όλα εκείν', όσα 'ς την γη κινούνται και αναπνέουν, | 130 |
του ανθρώπ' ουτιδανώτερο κανένα η γη δεν τρέφει· | |
όσο τα ήπατα κρατούν, κ' οι αθάνατοι ευτυχίαις | |
του δίδουν, λέγει ότι ποτέ κακό δεν θα τον εύρη· | |
αλλ' ότε οι μάκαρες θεοί και λυπηρά του δώσουν, | |
τότε και αθέλητα η καρδιά πάλι βαστά κ' εκείνα. | 135 |
ότι ταιριάζει των θνητών ο νους με την ημέρα, | |
οποίαν στέλνει των θεών και ανθρώπων ο πατέρας. | |
ότι κ' εγώ πανευτυχής θε να 'μουν εις τον κόσμον, | |
αλλά πολλ' άνομ' έπραξα, 'ς την δύναμί μου αυθάδης, | |
θαρρώντας 'ς τον πατέρα μου και 'ς τους αυτάδελφούς μου. | 140 |
όθεν κανένας τ' άδικο ποτέ να μη θελήση, | |
αλλά τα δώρ' ας χαίρεται σιγά των αθανάτων· | |
ως βλέπω εδώ πόσ' άνομα τολμούν τούτ' οι μνηστήρες, | |
και καταλύουν τα κτήματα και την γυναίκα υβρίζουν | |
του ανδρός, 'που από τους ποθητούς μακράν και απ 'την πατρίδα, | 145 |
θαρρώ, δεν θα μείνη πολύ· κ' εγγύς είν'. αλλά σένα | |
θεός αν πάρη σπίτι σου, να μην τον αντικρύσης, | |
την ώρα, οπού 'ς την ποθητήν πατρίδα εκείνος θα 'λθη. | |
ότι, άμα εδώ 'ς το μέγαρο πατήση, δεν πιστεύω | |
αναίμακτα να χωρισθούν εκείνος και οι μνηστήρες». | 150 |
. | |
Αυτά 'πε, και αφού σπόνδισε, το ευφραντικό κρασί του | |
έπιε, και πάλι εγχείρισε του βασιληά την κούπα. | |
τούτος 'ς το δώμα εβάδιζε με κεφαλήν σκυμμένην | |
περίλυπος, ότι κακό προμάντευε η ψυχή του· | |
τον χάρο αλλά δεν ξέφυγεν, ότι και αυτόν η Αθήνη | 155 |
'ς του Τηλεμάχου υπόταξε το φονικό κοντάρι· | |
και πάλ' ήλθε κ' εκάθισε 'ς τον θρόνον 'που 'χε αφήσει. | |
. | |
Τότε της έβαλε 'ς τον νουν η γλαυκομμάτ' Αθήνη, | |
της Πηνελόπης φρόνιμης του Ικαρίου κόρης, | |
εις τους μνηστήραις να φανή, 'ς τον πόθο τους αέρα | 160 |
να δώση μεγαλήτερον, και σεβαστή να γείνη | |
'ς τον άνδρα της και τον υιόν, καλήτερ' από πρώτα. | |
κ' έκαμε γέλοιον άκαιρο κ' είπε της Ευρυνόμης· | |
«Θέλ' η ψυχή μου ό,τι ποτέ δεν θέλησ', Ευρυνόμη, | |
εις τους μνηστήραις να φανώ, και ως είναι μισητοί μου· | 165 |
και λόγον χρήσιμον να ειπώ τον τέκνου μου εποθούσα. | |
να μη σιμόνη πάντοτε τους προπετείς μνηστήραις· | |
εκείνοι λέγουν εύμορφα και ολέθρια κρύβει ο νους των». | |
. | |
Απάντησε η κελλάρισσα 'ς εκείνην, η Ευρυνόμη· | |
«Τέκνον, ωμίλησες ορθά και λάθος δεν ευρίσκω· | 170 |
άμε του τέκνου σου να ειπής τον λόγον, μην τον κρύψης, | |
αφού λούσης το σώμα σου, την όψι σου αφού χρίσης, | |
όχι μ' αυτό το πρόσωπο 'ς τα δάκρυα μαραμμένο· | |
πήγαινε, και ατελεύτητα να κλαίης δεν συμφέρει, | |
τώρα 'π' ο υιός σου ανδρώθηκε, 'που των θεών ευχόσουν | 175 |
τόσο θερμά να τον ιδής τα γένεια να φυτρώση». | |
. | |
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνην αποκρίθη· | |
«Αχ! Ευρυνόμη, αν και για μέ πονεί σε, μη μου λέγης | |
να λούσω εγώ το σώμα μου, την όψι μου να χρίσω· | |
οι ολυμποκάτοικοι θεοί τα κάλλη μου αφανίσαν. | 180 |
απ' ότ' εκείνος έφυγε μέσα 'ς τα κοίλα πλοία. | |
της Αυτονόης τώρα ειπέ και της Ιπποδαμείας, | |
να 'λθουν 'ς εμέ, 'ς το μέγαρο σιμά μου να ταις έχω· | |
ότι να υπάγω εντρέπομαι 'ς τους άνδραις μέσα μόνη». | |
. | |
Αυτά 'πε και το μέγαρον εδιάβηκεν η γραία. | 185 |
να παραγγείλη ογλήγορα των γυναικών να φθάσουν. | |
. | |
Τότ' άλλο εφεύρεν η θεά, η γλαυκομμάτ' Αθήνη· | |
ύπνον γλυκόν της έχυσε, και η κόρη του Ικαρίου | |
πλάγιασε, αποκοιμήθηκε, κ' οι αρμοί της ελυθήκαν. | |
εις τον κλιντήρα· και η θεά δώρ' άφθαρτα, η μεγάλη, | 190 |
της έδιδ', ώστ' οι Αχαιοί να την περιθαυμάσουν. | |
μ' αμβρόσιο χρίσμα ελάμπρυνε τ' ωραίο πρόσωπό της, | |
μ' αυτό 'που η καλοστέφανη αλείφεται Αφροδίτη, | |
όταν 'ς τον πρόσχαρο χορό θε να 'μπη των χαρίτων. | |
την έκαμε υψηλότερη, τρανώτερη 'ς την όψι. | 195 |
και από σχιστόν ελέφαντα λευκότερην ακόμη. | |
και τούτ' άμ' εκάμ' η θεά, κείθ' έφυγε, η μεγάλη. | |
έφθασαν απ' το μέγαρον η λευκοχέραις κόραις, | |
και απ' την φωνή τους άφησεν αυτήν ο γλυκός ύπνος· | |
έτριψε με τα χέρια της το πρόσωπό της κ' είπε· | 200 |
«Ύπνος 'που μ' ηύρε μαλακός την αναστεναγμένη! | |
μαλακόν θάνατον εδώ να μώδιδε η παρθένα | |
Άρτεμις, να μη τήκεται 'ς τους θρήνους η ζωή μου, | |
ενώ ποθώ ταις αρεταίς οπ' ήταν στολισμένος | |
ο αγαπητός μου σύντροφος, των Αχαιών ο πρώτος». | 205 |
. | |
Είπε και από τα υπέρλαμπρα τ' ανώγια αυτή κατέβη. | |
μόνη όχι· δύο θεράπαιναις σιμά την συνωδεύαν· | |
και ως έφθασεν η αταίριαστη γυναίκα εις τους μνηστήραις, | |
της καλοκάμωτης σκεπής σιμά 'ς τον στύλο εστάθη | |
'ς την όψι αντισηκόνοντας τα μαλακά μαντήλια· | 210 |
κ' εδώθε της θεράπαινα εστήθη και άλλη εκείθε. | |
κ' εκείνοι ολιγοψύχησαν, και απ' έρωτα η ψυχή τους | |
επιάσθη και όλοι ευχήθηκαν σιμά της να πλαγιάσουν. | |
και αυτ' είπε 'ς τον Τηλέμαχον, τον ποθητόν υιόν της· | |
«Σου 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε· σκέψι ποσώς δεν έχεις· | 215 |
παιδ' ήσουν και πλειότερα τεχνάσματ' είχε ο νους σου. | |
και τώρ' ότ' εμεγάλωσες και παλληκάρι εγίνης, | |
και όποιος ιδή τ' ανάστημα και την καλή θωριά σου, | |
και αν δεν σε ξεύρη, θα σε ειπή γέννημ' ανδρός μεγάλου, | |
ορθόν δεν έχεις πλειά τον νου, σκέψι δεν έχεις πλέον. | 220 |
ιδού πώς εις το σπίτι μας το έργο κείνο επράχθη, | |
'π' άφησες να κακουργηθή τούτος εμπρός σου ο ξένος· | |
πώς τώρ', αν εις την σκέπη μας τύχη να μένη ξένος, | |
και απ' όμοια κακοποίησι σκληρή συμβή να πάθη; | |
την εντροπή και τ' όνειδος συ θα 'χης απ' τον κόσμο». | 225 |
. | |
Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ της κ' είπε· | |
«Μητέρα μου, ότι οργίζεσαι για τούτα, δεν σε ψέγω· | |
όλα εγώ μέσα αισθάνομαι, διακρίνω το καθένα, | |
και το καλό και το κακό· και πλειά μωρό δεν είμαι· | |
αλλά 'ς όλα δεν δύναμαι ν' αποφασίσ' ως πρέπει· | 230 |
ότι μου φέρουν ταραχήν εδώθ' εκείθεν όλοι | |
τούτοι 'ς το πλάγι μου οι κακοί, κ' εγώ βοηθούς δεν έχω. | |
όμως δεν βγήκε, ως ήθελαν, του ξένου και του Ίρου | |
η μάχη, αλλ' ανδρειότερος του Ίρου εδείχθη ο ξένος. | |
Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων', αχ! ομοίως | 235 |
να 'βλεπα εδώ 'ς το σπίτι μας αμέσως τους μνηστήραις | |
ταις κεφαλαίς τους να κρεμούν, πεσμένοι άλλοι 'ς το δώμα, | |
άλλοι 'ς το γύρο της αυλής, κοντά να ξεψυχήσουν, | |
ως τώρ' ο Ίρος κάθεται κει 'ς της αυλής την θύρα, | |
την κεφαλήν του σείοντας, ως κάμνει ο μεθυσμένος· | 240 |
και ορθός 'ς τα πόδια να σταθή δεν δύναται ή να γύρη | |
'ς την έρμη κατοικιά του, κοντά να ξεψυχήση». | |
. | |
Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους. | |
και ωμίλησεν ο Ευρύμαχος της Πηνελόπης κ' είπε· | |
«Ω Πηνελόπη φρόνιμη του Ικαρίου κόρη, | 245 |
αν οι Αχαιοί, 'που κατοικούν 'ς το Ιάσιον Άργος, όλοι | |
σ' έβλεπαν, αύριο το πρωί πλειότεροι μνηστήρες | |
εδώ θα συμποσίαζαν, ότ' είσαι απ' όλαις πρώτη | |
'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα και 'ς ταις ακέρηαις φρέναις». | |
. | |
Και η Πηνελόπ' η φρόνιμη 'ς εκείνον αποκρήθη· | 250 |
«Ευρύμαχε, τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα, | |
οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότε 'ς την Τρωάδα | |
με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. | |
αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος, | |
και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα 'σαν όλα ωραία. | 255 |
τώρ' έχω λύπη, τι πολλά μώδωκε πάθ’ η μοίρα. | |
ωιμέ, την ώρα 'π' άφινε την ποθητήν πατρίδα, | |
το χέρι εκείνος μου 'πιασε με το δεξί του κ' είπε· | |
γυνή μου, δεν στοχάζομαι πώς άβλαπτοι απ' την Τροία | |
οι ευκνήμιδες οι Αχαιοί θε να γυρίσουν όλοι· | 260 |
ότι ανδρειωμένοι λέγονται πολεμισταίς και οι Τρώες, | |
'ς τ' ακόντι και 'ς το τόξευμα· και ακόμ' είναι αναβάταις | |
εις τ' ανεμόποδ' άλογα· και τούτοι αποφασίζουν | |
ογλήγορα τον όμοιον αγώνα του πολέμου· | |
όθεν δεν ξεύρ' αν ο θεός μ' αφήσ' ή αυτού θα πέσω | 265 |
'ς την Τροίαν και ως προς όλα εδώ συ θα 'χης την φροντίδα. | |
'ς τα μέγαρά μου τους γονείς να μου περιποιήσαι | |
'σαν τώρα και καλήτερα, όσ' είμ' εγώ 'ς τα ξένα· | |
και όταν ιδής το πρόσωπο του υιού μας να γενειάση, | |
τότ' άφησε το σπίτι σου και άνδρ' όποιον θέλης πάρε. | 270 |
εκείνος τούτα μου 'λεγε, και όλα θα γείνουν τώρα· | |
θα 'λθη ποτέ του μισητού γάμου 'ς εμένα η νύκτα, | |
την έρμη, οπού μ' αφαίρεσε κάθε χαράν ο Δίας. | |
και πάλιν άλλος την καρδιά φρικτός μου θλίβει πόνος· | |
ως τώρα δεν ήταν αυτός ο τρόπος των μνηστήρων. | 275 |
οπόταν νέαν ευγενή πατρός πλουσίου κόρη | |
θέλουν, και συνερίζονται ποιος να την πάρη νύμφη, | |
βώδια και αρνία διαλεκτά δικά τους φέρουν, γεύμα | |
της κόρης εις τους συγγενείς, και δίδουν λαμπρά δώρα· | |
όχ', οι μνηστήρες χάρισμα το ξένο βιο δεν τρώγουν». | 280 |
. | |
Αυτά 'πε, και ο πολύπαθος εχάρηκε Οδυσσέας, | |
ότι να πάρη επάσχιζε τα δώρα τους, κ' εκείνους | |
με λόγια μάγευε γλυκά και άλλ' έτρεφ' η καρδιά της, | |
Και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος απάντησέ της κ' είπε· | |
«Ω Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικαρίου κόρη, | 285 |
των Αχαιών όποιος εδώ θέλη να φέρη δώρα, | |
δέξου τα· δεν είναι καλό χαρίσματα ν' αρνήσαι· | |
κ' εμείς δεν πάμε 'ς τους αγρούς ή αλλού πριν άνδρα πάρης | |
τον αξιολογώτερον των Αχαιών μνηστήρων». | |
. | |
Αυτά 'π' ο Αντίνοος, και άρεσε 'ς όλους εκείνου ο λόγος· | 290 |
κ' έστειλε κήρυκα ο καθείς τα δώρ' αυτού να φέρη. | |
του Αντίνου πέπλον έφερε πανεύμορφον μεγάλον, | |
και πλουμιστόν και δώδεκα χρυσαίς είχε περόναις, | |
'που 'ς τα θηλύκια αγκυστρωτά εταίριαζαν ωραία. | |
και του Ευρυμάχου τεχνικήν έφερεν αλυσίδα | 295 |
χρυσή, πλεγμένη μ' ήλεκτρα, κ' είχε του ηλιού την λάμψι. | |
και οι δούλοι του Ευρυμέδοντα δυο σκολαρίκια φέραν | |
τριόφθαλμα, πολύτεχνα, 'π' άστραπταν όλα χάρι. | |
και απ' του Πεισάνδρου βασιληά Πολυκτορίδη εφέραν | |
λαμπρήν κουλλούρα του λαιμού, στολίδι ζηλεμμένο. | 300 |
όμοια καθείς των Αχαιών λαμπρόν έφερε δώρο. | |
. | |
Κατόπ' η ασύγκριτη γυνή 'ς τ' ανώγια της ανέβη, | |
και η κόραις με τα υπέρλαμπρα τα δώρ' ακολουθούσαν, | |
πάλιν εκείνοι 'ς τον χορό και 'ς το τερπνό τραγούδι | |
γύρισαν, κ' εξεφάντοναν, το εσπέρας ως να φθάση. | 305 |
και ακόμη ως εξεφάντοναν το μαύρο εσπέρας ήλθε. | |
ευθύς τρεις έσταιναν φανούς 'ς το μέγαρο να φέγγουν, | |
κ' έβαλαν ξύλ' ηλιόκαυτα, νεόσχιστα, τριγύρω, | |
δαδιά κατόπιν έσμιγαν κ' εμψύχοναν την φλόγα | |
η δούλαις τότε αραδικώς του αδάμαστου Οδυσσέα. | 310 |
και ο διογενής πολύγνωμος εστράφηκε Οδυσσέας | |
'ς αυταίς τότε και ωμίλησεν «Ω δούλαις του κυρίου, | |
του Οδυσσέα, 'που καιρούς λείπει μακρυά 'ς τα ξένα, | |
της σεβαστής βασίλισσας πηγαίνετε 'ς το δώμα, | |
και αυτού την ρόκα στρήφετε σιμά της, καθισμέναις | 315 |
'ς το μέγαρον, ή γνέθετε, να χαίρεται κ' εκείνη. | |
και 'ς αυτούς όλους 'που 'ναι δω θα 'μαι αρκετός να φέγγω· | |
και ακόμη αν την καλόθρονην Ηώ θα περιμείνουν, | |
δεν θα δειλιάσ', ότι πολύ τον κόπον υπομένω». | |
. | |
Είπε, και αυταίς εγέλασαν, κ' έβλεπε η μια την άλλη, | 320 |
και άσχημα η καλοπρόσωπη τον ύβρισε Μελάνθω, | |
οπ' ο Δολίος γέννησε, και ανάστησε ως παιδί της | |
η Πηνελόπη και αρεστά παιγνίδια της εδώρει· | |
την Πηνελόπη μ' όλ' αυτά ποσώς δεν συμπονούσε, | |
αλλά με τον Ευρύμαχον έσμιγ' ερωτεμμένη. | 325 |
εκείνη τότε ωνείδισε πικρά τον Οδυσσέα· | |
«Άθλιε ξέν', ανόητος, ξεμυαλισμένος είσαι· | |
εις εργαστήρι χαλκουργού δεν πας να ξενυκτήσης | |
ή και εις χωνάκι, μόν' εδώ μωρολογείς με θάρρος | |
'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δεν σε πιάνει φόβος. | 330 |
ή το κρασί σ' εμώρανεν, ή πάντοτ' είναι ο νους σου | |
ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. | |
ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο; | |
κύττα μην άλλος σηκωθή καλήτερος του Ίρου, | |
και με τα χέρια τ' ανδρικά το καύκαλο σού σπάση, | 335 |
και από το δώμα διώξη σε 'ς το αίμα βουτημένον». | |
. | |
Μ' άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος απάντησ' Οδυσσέας· | |
Όλα θα υπάγω να τα ειπώ του Τηλεμάχου, σκύλλα | |
κακόγλωσση, για να 'λθη εδώ τετάρτια να σε κάμη». | |
. | |
Μ' αυτά τα λόγια δείλιασεν εκείνος ταις γυναίκαις· | 340 |
τους κόπηκαν τα ήπατα, 'ς τα δώματα εσκορπίσαν | |
τρέμοντας, ότι επίστευαν πως την αλήθειαν είπε. | |
και 'ς τους φανούς, οπ' έκαιαν, ορθός έμεν' εκείνος | |
να φέγγη, και όλους έβλεπε 'ς το πρόσωπ', αλλ' ο νους του | |
άλλα κινούσ', οπ' άπρακτα κατόπι δεν εμείναν. | 345 |
Αλλ' η Αθηνά δεν άφινε τους ανδρικούς μνηστήραις | |
απ' τους πικρούς ονειδισμούς να παύσουν, όπως κάμη | |
του Οδυσσέα πλειά βαθειά να 'μπη 'ς τα σπλάγχα ο πόνος. | |
κ' επείραζεν ο Ευρύμαχος, το τέκνο του Πολύβου, | |
τον Οδυσσέα πρώτ' αυτός, για να γελούν οι φίλοι· | 350 |
«Προσέξετε, της θαυμαστής βασίλισσας μνηστήρες, | |
να φανερώσω εγώ 'ς εσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει. | |
θεόθεν ήλθ' ο άνθρωπος 'ς το δώμα του Οδυσσέα· | |
κύττ', όπως λάμπουν τα δαδιά και η κεφαλή του λάμπει, | |
ότι μεγάλην ή μικρή τρίχα δεν έχει μία». | 355 |
. | |
Και αμέσως προς την πορθητήν ωμίλησε Οδυσσέα· | |
«Θα ' θελες, ξένε, αν σ' έπαιρνα, εργάτης μου να γείνης | |
εις κάποιαν άκρην εξοχής, και θα 'χης τον μισθό σου, | |
λίθους να φέρης για φραγμό και δένδρα να φυτεύης· | |
αυτού τροφή θα σου 'διδα ποτέ να μη σου λείπη, | 360 |
και θα 'χες τα ενδύματα και τα υποδήματά σου. | |
αλλά τώρα κακόμαθες, να εργάζεσαι δεν θέλεις, | |
αλλά σ' αρέγει ελεεινά να σέρνεσαι 'ς την πόλι, | |
να βόσκης με την διακονιά την λαίμαργη κοιλία». | |
. | |
Απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας· | 365 |
«Ήθελ' αγώνα, Ευρύμαχε, του κόπου εμείς οι δύο | |
να είχαμε, την άνοιξι, 'που 'ναι μεγάλ' η ημέρα, | |
'ς την χλόη· να κρατούσα εγώ καλόγυρτο δρεπάνι, | |
παρόμοιο να κρατής εσύ, 'ς το έργο να φανούμε, | |
ως να βραδιάση νηστικοί και να μη λείπ' η χλόη. | 370 |
ή να οδηγήσω αν μ' έβαζαν δυο βώδια πρώτα μόνος, | |
λαμπρά, μεγάλα, και τα δυο χορτάτα εις το γρασίδι, | |
ομήλικα, ισοδύναμα, και αδάμαστα θηρία, | |
και ο σβώλος 'ς το τετράπλεθρο να πέφτη εμπρός 'ς τ' αλέτρι, | |
θα μ' έβλεπες πώς θα 'σχιζα τ' αυλάκι απ' άκρ' εις άκρη. | 375 |
και αν κάπουθε μας σήκονε πολέμου αρχήν ο Δίας | |
σήμερα, κ' είχ' ασπίδα εγώ, και λόγχαις δυο κρατούσα, | |
και ολόχαλκο περίκρανον αρμόδιο 'ς το κεφάλι, | |
μες τους προμάχους θα 'βλεπες εγώ να ορμήσω πρώτος, | |
και πλέον δεν θα ωνείδιζες εμέ για την κοιλία. | 380 |
αλλ' υβριστής είσαι πολύ και άπονος είναι ο νους σου· | |
και οπ' είσαι μέγας άνθρωπος και δυνατός λογιάζεις, | |
ότι συναναστρέφεσαι μ' ολίγους και όχι ανδρείους· | |
αλλ' αν εις την πατρίδα του γυρίσ' ο Οδυσσέας, | |
η πύλαις, αν κ' είναι πλατειαίς, θα στενωθούν εμπρός σου, | 385 |
ενώ μέσ' απ' το πρόθυρο θα πεταχθής 'ς τον δρόμο». | |
. | |
Αυτά' 'πε και ο Ευρύμαχος βαρύτερα εχολώθη, | |
και άγρια κυττώντας είπε του με λόγια πτερωμένα· | |
«Άθλιε, θα πάθης απ' εμέ γι' αυτά 'που λέγεις τώρα | |
'ς άνδραις πολλούς ανάμεσα και δε σεν πιάνει φόβος. | 390 |
ή το κρασί σ' εμώρανε ή πάντοτ' είναι ο νους σου | |
ως είναι τώρα, και γι' αυτό λόγια πετάς χαμένα. | |
ή επαίρεσ' ότι ενίκησες τον ψωμοζήτην Ίρο;» | |
. | |
Αυτά 'πε, και άδραξε σκαμνί· και τότε από τον φόβο | |
προς του Αμφινόμου εκάθισε τα γόνατ' ο Οδυσσέας· | 395 |
εκτύπησεν ο Ευρύμαχος του κεραστή το χέρι | |
το δεξιό· και, ως έπεσεν, εβόμβησε ο προχύτης, | |
και αυτός βογγώντας έπεσεν ανάσκελα 'ς το χώμα. | |
και 'ς τα ισκιωμένα μέγαρα οι μνηστήρες θορυβήσαν, | |
και απ' αυτούς κάποιος έλεγε κυττώντας τον πλησίον· | 400 |
«Να' χε χαθή 'ς την ερημιά πριν εδώ φθάση ο ξένος· | |
ιδού, πώς μας ετάραξε· τώρα για ψωμοζήταις | |
φιλονεικίαις έχουμε, και της καλής τραπέζης | |
χάθ' η γλυκάδα 'ς το εξής, αφού νικούν τ' αχρεία». | |
. | |
Και ο σεβαστός Τηλέμαχος τότ' είπε μεταξύ τους· | 405 |
«Ελεεινοί, φρενιάζετε· και την καρδιά σας ήδη | |
το φαγοπότι ενίκησε· κάποιος θεός σας σπρώχνει. | |
τώρα, 'που εκαλοφάγετε, 'ς το σπίτι του ο καθένας, | |
αν θέλη, ας πα να κοιμηθή, δεν διώχνω εγώ κανέναν», | |
. | |
Αυτά 'πε, και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι· | 410 |
θαυμάζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά 'μιλούσε. | |
και άρχισεν ο Αμφίνομος λαμπρός υιός του Νίσου | |
του Αρητιάδη βασιληά, και ανάμεσόν τους είπε· | |
«Ω φίλοι, οπόταν ειπωθή λόγος ορθός, δεν πρέπει | |
ενάντια να λογομαχή κανείς ή να θυμόνη. | 415 |
τον ξένον μην υβρίζετε μήτε κανέναν άλλον | |
των δούλων εις τα δώματα του θείου Οδυσσέα. | |
αλλ' ας αρχίση ο κεραστής, και άμα η σπονδή τελειώση | |
θα υπάγουμε 'ς τα σπίτια μας να κοιμηθούμεν όλοι. | |
τον ξένον ας αφήσουμε 'ς το δώμα του Οδυσσέα· | 420 |
ικέτην ο Τηλέμαχος τον έχει και ας φροντίζη». | |
. | |
Είπε και ο λόγος αρεστός 'ς όλους αυτούς εφάνη. | |
και ο Μούλιος ήρωας, κήρυκας, Δουλίχιος, του Αμφινόμου | |
θεράποντας, συγκέρασε τότε 'ς αυτούς κρατήρα, | |
και 'ς όλους γύρω εμοίρασε· και αφού των αθανάτων | 425 |
σπόνδισαν, τότε το κρασί, γλυκό 'σαν μέλι, επίναν, | |
και, αφού σπονδίσαν κ' έπιαν όσ' ήθελε η ψυχή τους, | |
κίνησαν προς τα σπίτια τους να κοιμηθή καθένας. |
ΤΕΛΟΣ Γ' ΤΟΜΟΥ